Η επιστήμη της γήρανσης κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Nature Genetics. Ερευνητές από το University of Colorado Boulder, σε συνεργασία με διεθνείς ομάδες, χαρτογράφησαν τον πιο λεπτομερή γενετικό «οδικό χάρτη» της ευπάθειας που συνοδεύει την ηλικία, αποκαλύπτοντας 371 νέους γενετικούς στόχους που μέχρι σήμερα δεν είχαν ποτέ συνδεθεί με τη διαδικασία της γήρανσης.
Η ευπάθεια αφορά την προοδευτική απώλεια ανθεκτικότητας που εμφανίζεται σε περίπου 40% των ανθρώπων άνω των 65 ετών. Πρόκειται για μια κατάσταση που αυξάνει δραματικά τον κίνδυνο νοσηλείας, αναπηρίας και πρόωρου θανάτου. Η νέα μελέτη, η μεγαλύτερη του είδους της, εξετάζει πάνω από 400.000 δείγματα DNA και εστιάζει σε έξι κύριες παραμέτρους: σωματική δύναμη, κινητικότητα, γνωστική λειτουργία, διάθεση, καρδιαγγειακή υγεία και διατροφική κατάσταση. Ο συνδυασμός αυτών δίνει μια σαφή εικόνα για το πώς ο ανθρώπινος οργανισμός χάνει σταδιακά την ανθεκτικότητά του.
Όπως εξηγεί ο Dr. Kenneth Rockwood από το Dalhousie University, ένας από τους κορυφαίους ειδικούς στον τομέα, «η γήρανση δεν είναι ένα μόνο πράγμα, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να γίνει κανείς ευάλωτος». Το κεντρικό ερώτημα λοιπόν είναι ποια γονίδια εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία.
Για να απαντήσουν, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν συνδυασμό γενετικών εργαλείων, όπως μελέτες GWAS και τεχνικές γονιδιωματικής μοντελοποίησης. Μέσα από εκατομμύρια γενετικούς δείκτες εντόπισαν 408 περιοχές του γονιδιώματος που σχετίζονται με την ευπάθεια, από τις οποίες οι 371 αποτελούν νέες ανακαλύψεις. Πολλές από αυτές συγκεντρώνονται σε γνωστά βιολογικά μονοπάτια που συνδέονται με τη γήρανση: χρόνια φλεγμονή, μεταβολισμός, καρδιαγγειακή λειτουργία και δραστηριότητα του εγκεφάλου. Άλλες επικαλύπτονται με γονίδια που σχετίζονται με Alzheimer, διαβήτη τύπου 2, κατάθλιψη και παχυσαρκία, επιβεβαιώνοντας ότι η ευπάθεια δεν είναι μια απλή κατάσταση, αλλά ένα περίπλοκο δίκτυο αλληλεπιδράσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γονίδιο SP1, το οποίο εμπλέκεται τόσο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού όσο και στη νόσο Alzheimer, και βρέθηκε να σχετίζεται έντονα με την υποκατηγορία της μειωμένης γνωστικής λειτουργίας. Αντίστοιχα, το γονίδιο FTO, γνωστό για τη σύνδεσή του με την παχυσαρκία, φαίνεται να παίζει ρόλο σε περισσότερους από έναν τύπους ευπάθειας. Αυτές οι συνδέσεις αποκαλύπτουν ένα περίπλοκο πλέγμα βιολογικών επιρροών που διαψεύδει την απλοϊκή άποψη ότι η ευπάθεια είναι απλώς συνέπεια της ηλικίας.
Σύμφωνα με τον Andrew Grotzinger, αναπληρωτή καθηγητή ψυχολογίας και νευροεπιστήμης στο CU Boulder, «η μελέτη δεν εντοπίζει μόνο διαφορετικές όψεις της διαταραγμένης γήρανσης, αλλά δείχνει και ότι πίσω τους κρύβεται διαφορετική βιολογία». Το επόμενο βήμα, όπως σημειώνει, είναι να κατανοηθεί πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αυτές οι βιολογικές βάσεις.
Η ιδέα ενός «μαγικού χαπιού» που θα σταματήσει όλες τις συνέπειες της γήρανσης ίσως είναι ουτοπική. Ωστόσο, η έρευνα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο στοχευμένων παρεμβάσεων που δεν θα χρειάζονται εκατοντάδες διαφορετικές θεραπείες. Σήμερα, η αξιολόγηση της ευπάθειας βασίζεται σε μια κλίμακα 30 σημείων, από την ταχύτητα βαδίσματος μέχρι τη δύναμη σύλληψης. Δύο άνθρωποι μπορεί να έχουν τον ίδιο δείκτη ευπάθειας, αλλά η γενετική τους βάση και κατά συνέπεια οι ιδανικές θεραπείες να διαφέρουν ριζικά.
Η μελέτη αποκαλύπτει ότι η ευπάθεια είναι πολυγονιδιακή: δεν υπάρχει «ένα γονίδιο ευπάθειας», αλλά εκατοντάδες μικρές επιδράσεις που συσσωρεύονται και επιταχύνουν τη γήρανση. Αυτό οδηγεί στην προοπτική εξατομικευμένων παρεμβάσεων. Για παράδειγμα, σε άτομα με συγκεκριμένο γενετικό προφίλ μπορεί να είναι αποτελεσματικότερα τα αντιφλεγμονώδη, σε άλλα τα μεταβολικά φάρμακα όπως η ραπαμυκίνη ή οι ενισχυτές του NAD+, και σε άλλες περιπτώσεις τα σενολυτικά, πειραματικά φάρμακα που καθαρίζουν τον οργανισμό από τα λεγόμενα «ζόμπι κύτταρα».
Τα ευρήματα ενισχύουν την υπόθεση της γηριατρικής, σύμφωνα με την οποία η πρόληψη ή η καθυστέρηση χρόνιων ασθενειών πρέπει να στοχεύει στην ίδια τη βιολογία της γήρανσης. Η χαρτογράφηση του γενετικού κινδύνου μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς όχι μόνο να προβλέψουν αν κάποιος θα γεράσει πιο γρήγορα, αλλά και με ποιον τρόπο – και στη συνέχεια να σχεδιάσουν εξατομικευμένες θεραπείες.
Η Isabelle Foote, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο CU Boulder και πρώτη συγγραφέας της μελέτης, τονίζει:
Για να μπορέσεις να βρεις θεραπείες που θα σταματήσουν ή θα αντιστρέψουν την επιταχυνόμενη βιολογική γήρανση, πρέπει πρώτα να γνωρίζεις ποια είναι η υποκείμενη βιολογία.
Με βάση τα δεδομένα, οι ερευνητές προτείνουν ότι οι κλινικές μετρήσεις της ευπάθειας θα πρέπει να εμπλουτιστούν, ώστε να λαμβάνουν υπόψη τους έξι νέους υποτύπους που αναδείχθηκαν. Πάνω απ’ όλα, η μελέτη συμβάλλει στο να δούμε την ευπάθεια όχι ως αναπόφευκτο κομμάτι του γήρατος, αλλά ως μια βιολογική κατάσταση που μπορεί να αντιμετωπιστεί.
[via]