Αποκαλύφθηκε η «έκτη αίσθηση» του ανθρώπου;

Μπορεί η αφή να λειτουργεί πριν καν αγγίξουμε κάτι; Μια νέα μελέτη από το Queen Mary University of London και το University College London (UCL) φέρνει στην επιφάνεια εντυπωσιακά στοιχεία που υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος διαθέτει ένα είδος «απομακρυσμένης αφής», ένα αισθητήριο που θυμίζει τις ικανότητες ορισμένων θαλασσοπουλιών να εντοπίζουν τροφή κάτω από την άμμο χωρίς να την βλέπουν ή να την αγγίζουν.

Η ομάδα, με επικεφαλής την Elisabetta Versace του Prepared Minds Lab, βασίστηκε σε μια απλή αλλά έξυπνη ιδέα: αν τα θαλασσοπούλια μπορούν να ανιχνεύουν υποψήφια λεία μέσω μικροσκοπικών μετατοπίσεων των κόκκων της άμμου, μήπως ο άνθρωπος έχει ένα παρόμοιο μηχανισμό που μέχρι τώρα απλώς περνούσε απαρατήρητος; Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτή είναι η πρώτη φορά που αυτή η μορφή αφής μελετάται στον άνθρωπο. Και τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν ότι δεν είναι καθόλου αμελητέα.

Το πείραμα που σχεδιάστηκε είχε στόχο να μιμηθεί την εμπειρία ενός πουλιού που βουτά το ράμφος του στην άμμο αναζητώντας θηράματα. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να βυθίσουν το χέρι τους σε ένα δοχείο με άμμο και να εντοπίσουν ένα μικρό κρυμμένο κύβο. Το κρίσιμο σημείο, όμως, ήταν ότι έπρεπε να υποδείξουν το σημείο του αντικειμένου πριν το χέρι τους έρθει σε φυσική επαφή με αυτό. Με άλλα λόγια, οι ερευνητές δεν ήθελαν να δουν αν κάποιος μπορεί να βρει κάτι με την αφή, αλλά αν μπορεί να το αισθανθεί πριν καν αγγίξει την επιφάνειά του.

Για να δοκιμαστεί η υπόθεση, οι επιδόσεις των ανθρώπων συγκρίθηκαν με εκείνες ενός ρομπότ εξοπλισμένου με αλγόριθμο Long Short-Term Memory (LSTM). Η AI ανέλυε μεταβολές στη συμπεριφορά των κόκκων, επιχειρώντας να αναπαράγει αυτό που υποτίθεται πως νιώθουν οι άνθρωποι. Παρ’ όλα αυτά, τα ανθρώπινα χέρια είχαν ξεκάθαρο προβάδισμα: οι συμμετέχοντες κατάφεραν να εντοπίσουν σωστά την περιοχή του θαμμένου κύβου με ποσοστό επιτυχίας 70.7%, σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το 40% του ρομποτικού συστήματος.

Η ακρίβεια των ανθρώπων ήταν εντυπωσιακή. Οι περισσότεροι σταματούσαν το χέρι τους σε απόσταση περίπου 2.7 cm από το αντικείμενο, ενώ η μέση απόσταση για να θεωρηθεί ότι βρίσκονται στο «αναμενόμενο εύρος εντοπισμού» ήταν 6.9 cm. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει πως οι μετατοπίσεις και οι μικροαλλαγές πίεσης μέσα στο κοκκώδες υλικό μεταφέρονται στο δέρμα με τρόπους που το νευρικό μας σύστημα μπορεί να αξιοποιήσει, ακόμη κι αν εμείς δεν το συνειδητοποιούμε.

Για τους ερευνητές, αυτό αποτελεί μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι η ανθρώπινη αφή δεν περιορίζεται στη στιγμή της επαφής του δέρματος με ένα αντικείμενο. Αντίθετα, μοιάζει να περιλαμβάνει και μια μορφή προληπτικής αντίληψης, όπου το σώμα μας «διαβάζει» έμμεσες πληροφορίες από το περιβάλλον. Η Versace σημείωσε ότι το εύρημα αυτό αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το πεδίο των αισθήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα, ανοίγοντας ένα εντελώς νέο κεφάλαιο στη μελέτη της αντίληψης.

Πέρα από τη νευρολογία, το ενδιαφέρον της μελέτης απλώνεται και στη ρομποτική. Ο Zhengqi Chen από το Advanced Robotics Lab του Queen Mary εξηγεί ότι η ανακάλυψη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε υπολογιστικά μοντέλα και τεχνολογίες που μιμούνται τα «προειδοποιητικά» αυτά σήματα. Ρομπότ εξοπλισμένα με τέτοια ευαισθησία θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να εντοπίζουν αρχαιολογικά ευρήματα χωρίς να τα βλάπτουν, να επιχειρούν σε εδάφη όπως το έδαφος του Άρη, ή να αναζητούν ανθρώπους κάτω από ερείπια.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η μελέτη ανέδειξε μια αμφίδρομη σχέση ανθρώπων και μηχανών. Όπως ανέφερε ο Lorenzo Jamone από το UCL, τα πειράματα στους ανθρώπους καθοδήγησαν την εκπαίδευση του ρομπότ, ενώ οι αδυναμίες και επιτυχίες του ρομποτικού συστήματος βοήθησαν τους ερευνητές να ξαναδούν τα δεδομένα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Πρόκειται για ένα παράδειγμα του πόσο παραγωγική μπορεί να γίνει η συνεργασία ανάμεσα στην ψυχολογία, τη ρομποτική και την τεχνητή νοημοσύνη.

Αναμφίβολα, η έρευνα βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της βήματα. Τα πειράματα έγιναν σε αποστειρωμένο εργαστηριακό περιβάλλον και κυρίως με άμμο ως μέσο, ενώ έλειψε μια πιο λεπτομερής μηχανική ανάλυση των μικρομετατοπίσεων του υλικού τη στιγμή που οι συμμετέχοντες «ένιωθαν» τον κύβο. Ωστόσο, η μελέτη δημοσιευμένη στο IEEE International Conference on Development and Learning, προσφέρει μια συναρπαστική αφετηρία για μελλοντικές έρευνες με μεγαλύτερα δείγματα, διαφορετικά κοκκώδη υλικά και ίσως πιο φυσικά περιβάλλοντα.

Loading