Οι επιστήμονες στην Αυστραλία παρουσίασαν ένα τεστ που θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο εντοπίζουμε την καρδιακή ανεπάρκεια και το μόνο που χρειάζεται είναι λίγο σάλιο. Μια ομάδα ερευνητών από το ARC Centre of Excellence in Synthetic Biology στο Queensland University of Technology (QUT) ανέπτυξε μια μη επεμβατική μέθοδο διάγνωσης που ανιχνεύει έναν συγκεκριμένο βιοδείκτη, το πρωτεϊνικό μόριο S100A7, το οποίο σχετίζεται με την καρδιακή δυσλειτουργία.
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια από τις πιο ύπουλες και θανατηφόρες παθήσεις του σύγχρονου κόσμου. Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία, ωστόσο η έγκαιρη διάγνωση και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν να καθορίσουν την πορεία του ασθενούς, συχνά σημαίνοντας τη διαφορά ανάμεσα σε μια διαχειρίσιμη πάθηση και μια θανατηφόρα επιπλοκή.
Το πρόβλημα, όπως εξηγεί η Dr Roxane Mutschler από το ARC Centre, είναι ότι τα πρώτα σημάδια είναι τόσο ήπια που σπάνια τραβούν την προσοχή των γιατρών ή των ίδιων των ασθενών. «Τα πρώιμα συμπτώματα είναι ασαφή και μη ειδικά, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να λαμβάνουν θεραπεία μόνο όταν η νόσος έχει ήδη προχωρήσει», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η ανακάλυψη του πρωτεϊνικού βιοδείκτη S100A7 έγινε αρχικά από την ομάδα της καθηγήτριας Chamindie Punyadeera στο Griffith University. Η πρωτεΐνη αυτή, γνωστή και ως ψωριασίνη, ανήκει στην οικογένεια των S100 πρωτεϊνών και έχει συνδεθεί με δερματικές παθήσεις και ορισμένες μορφές καρκίνου. Οι ερευνητές, ωστόσο, εντόπισαν πως τα αυξημένα επίπεδά της στο σάλιο υποδηλώνουν επίσης συστολική καρδιακή ανεπάρκεια.
Αυτό αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη ενός απλού τεστ σάλιου που ανιχνεύει το S100A7 με εξαιρετική ακρίβεια. Η μέθοδος στηρίζεται σε μια πρωτοποριακή εργαστηριακή τεχνική που ονομάζεται mRNA display. Στην πράξη, οι επιστήμονες δημιούργησαν μια συνθετική πρωτεΐνη ικανή να “κλειδώνει” πάνω στο S100A7 — σαν ένα κλειδί που εφαρμόζει σε μια συγκεκριμένη κλειδαριά. Όταν το “κλείδωμα” συμβεί, το σύστημα ειδοποιεί για την παρουσία του βιοδείκτη στο σάλιο.
Η μέθοδος αυτή δεν περιορίζεται στην καρδιά. Όπως τονίζει η Mutschler,
Το ίδιο τεχνολογικό πλαίσιο μπορεί να προσαρμοστεί για την ανίχνευση πολλών άλλων ασθενειών. Είναι σαν να αλλάζεις το εξάρτημα ενός πολυεργαλείου — η βάση μένει ίδια, αλλά η χρήση προσαρμόζεται σε κάθε περίπτωση.
Η παραδοσιακή διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας απαιτεί εξετάσεις αίματος, απεικονιστικές μεθόδους και κλινική αξιολόγηση, διαδικασίες που κοστίζουν, χρειάζονται εξειδικευμένα κέντρα και συχνά δεν είναι άμεσα διαθέσιμες σε απομακρυσμένες περιοχές. Το αποτέλεσμα είναι πολλοί ασθενείς να μην λαμβάνουν διάγνωση μέχρι η κατάσταση να γίνει επικίνδυνη.
Αντίθετα, ένα τεστ σάλιου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παντού: στο ιατρείο, στο φαρμακείο, ακόμα και στο σπίτι. Επιπλέον, η πανδημία COVID-19 άνοιξε τον δρόμο για τη μαζική αποδοχή τέτοιων τεστ, καθώς εκατομμύρια άνθρωποι εξοικειώθηκαν με τη χρήση τους για διαγνωστικούς σκοπούς.
Τα αποτελέσματα της πρώτης μελέτης είναι ενθαρρυντικά. Σε δοκιμή με 31 ασθενείς που είχαν διαγνωσμένη καρδιακή ανεπάρκεια, το τεστ αναγνώρισε την πάθηση με ακρίβεια 81%, ποσοστό συγκρίσιμο με τις καθιερωμένες αιματολογικές εξετάσεις. Επιπλέον, κατάφερε να εντοπίσει με πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία τα άτομα που δεν έπασχαν από την πάθηση (82% έναντι 52% των παραδοσιακών μεθόδων).
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές στο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Biosensors and Bioelectronics: X,
Το αναπτυχθέν βιοαισθητήριο κατόρθωσε να ποσοτικοποιήσει το S100A7 σε κλινικά δείγματα και έδειξε συσχέτιση άνω του 81% με τη δοκιμασία ELISA σε δείγματα σάλιου ασθενών με οξεία καρδιακή ανεπάρκεια.
Παρότι η μελέτη έγινε σε περιορισμένο δείγμα, τα αποτελέσματα ανοίγουν τον δρόμο για μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές και πιθανή εμπορική εφαρμογή. Το όραμα των ερευνητών είναι να επεκτείνουν τη μέθοδο ώστε να μπορεί να ανιχνεύει πολλαπλούς βιοδείκτες ταυτόχρονα, προσφέροντας ένα πολυεργαλείο διάγνωσης για διάφορες ασθένειες, από καρδιακά προβλήματα μέχρι καρκίνους και λοιμώξεις.
«Αυτό το έργο φέρνει την εξατομικευμένη ιατρική ένα βήμα πιο κοντά στην καθημερινότητα», τονίζει η Mutschler. «Επιτρέπει στους ανθρώπους να εντοπίζουν σημάδια ασθένειας πριν καν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα και να παρακολουθούν εύκολα την πορεία της υγείας τους».
Αν επιβεβαιωθεί η αξιοπιστία του, το τεστ σάλιου για την καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να μεταμορφώσει τον τρόπο που προσεγγίζουμε τη διάγνωση από κάτι πολύπλοκο και δαπανηρό, σε μια απλή, προσβάσιμη και σωτήρια πράξη.
[source]