Έρευνα: Η μακροζωία επιβραδύνει παρά την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας

Οι θεαματικές αυξήσεις στο προσδόκιμο ζωής που χαρακτήρισαν τον 20ό αιώνα φαίνεται πως έχουν πλέον χάσει τη δυναμική τους. Μια νέα διεθνής μελέτη με επικεφαλής ερευνητές του University of Wisconsin–Madison καταλήγει ότι οι σημερινοί ρυθμοί αύξησης της μακροζωίας είναι οι πιο αργοί εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Το πιο ανησυχητικό εύρημα: καμία γενιά που γεννήθηκε μετά το 1939 δεν αναμένεται, κατά μέσο όρο, να φτάσει ηλικία 100 ετών.

Η έρευνα εξετάζει πάνω από έναν αιώνα δεδομένων για τη θνησιμότητα σε 23 ανεπτυγμένες χώρες με χαμηλά ποσοστά θανάτων. Οι ερευνητές Héctor Pifarré i Arolas (University of Wisconsin–Madison), José Andrade (Max Planck Institute for Demographic Research) και Carlo Giovanni Camarda (Institut national d'études démographiques) αξιοποίησαν έξι διαφορετικές στατιστικές μεθόδους για να προβλέψουν την πορεία της ανθρώπινης μακροζωίας.

Όπως σημειώνει ο Pifarré i Arolas, οι εντυπωσιακές αυξήσεις στο προσδόκιμο ζωής που παρατηρήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούν ένα ιστορικό φαινόμενο που δύσκολα θα επαναληφθεί.

Ακόμα κι αν καταφέρουμε να βελτιώσουμε τη μακροζωία των ενηλίκων με διπλάσιους ρυθμούς από αυτούς που προβλέπουμε, δεν πρόκειται να δούμε ξανά την εκρηκτική πρόοδο των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα.

Στις αρχές του 1900, η πρόοδος στη δημόσια υγεία, η εξάλειψη των μεταδοτικών ασθενειών και οι βελτιώσεις στην υγιεινή οδήγησαν σε ραγδαία μείωση της παιδικής θνησιμότητας. Αυτή η εξέλιξη αύξησε θεαματικά τον μέσο όρο ζωής — κάποιος που γεννήθηκε το 1900 μπορούσε να περιμένει να ζήσει περίπου 62 χρόνια, ενώ το 1938 το προσδόκιμο είχε ήδη φτάσει τα 80. Με άλλα λόγια, σε μόλις τέσσερις δεκαετίες, το προσδόκιμο αυξήθηκε κατά σχεδόν 18 χρόνια.

Από το 1939 και μετά, ωστόσο, οι ρυθμοί αυτοί άρχισαν να επιβραδύνονται σημαντικά. Οι γενιές που γεννήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 έως το 2000 είδαν το προσδόκιμο ζωής να αυξάνεται μόλις κατά δυόμισι έως τρεισήμισι μήνες ανά έτος, ανάλογα με το μοντέλο υπολογισμού. Οι λόγοι είναι απλοί: οι περισσότερες από τις εύκολα επιτεύξιμες βελτιώσεις έχουν ήδη γίνει. Η παιδική και βρεφική θνησιμότητα στις ανεπτυγμένες χώρες βρίσκεται πλέον σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, και η περαιτέρω αύξηση του προσδόκιμου ζωής εξαρτάται από την επιβράδυνση της γήρανσης και τη βελτίωση της υγείας των ηλικιωμένων.

Όπως αναφέρει ο José Andrade,

Οι τεράστιες αυξήσεις που παρατηρήθηκαν τον περασμένο αιώνα οφείλονταν σχεδόν αποκλειστικά στη σωτηρία εκατομμυρίων παιδιών. Τώρα, οι πιθανές μελλοντικές βελτιώσεις πρέπει να προέλθουν από την ιατρική καινοτομία στην ενήλικη ζωή — κάτι πολύ πιο δύσκολο.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τη Human Mortality Database, μια από τις πληρέστερες βάσεις δεδομένων παγκοσμίως, για να μοντελοποιήσουν διαφορετικά σενάρια. Σε όλα σχεδόν τα μοντέλα, η ίδια εικόνα επαναλαμβάνεται: όσοι γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980 ή αργότερα δεν αναμένεται να φτάσουν, κατά μέσο όρο, τα 100. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν άτομα που θα το πετύχουν, αλλά ότι η γενική τάση δείχνει στασιμότητα στη συνολική διάρκεια ζωής του πληθυσμού.

Η στασιμότητα αυτή αντανακλάται ήδη στα στατιστικά δεδομένα πολλών ανεπτυγμένων χωρών, όπου η αύξηση του προσδόκιμου ζωής έχει επιβραδυνθεί ή ακόμη και αντιστραφεί τα τελευταία χρόνια. Παράγοντες όπως η παχυσαρκία, η αύξηση των χρόνιων νοσημάτων και οι κοινωνικές ανισότητες φαίνεται να λειτουργούν ως αντίβαρο στις τεχνολογικές και ιατρικές προόδους.

Η μελέτη δεν περιορίζεται στις δημογραφικές διαπιστώσεις· επιχειρεί να θέσει και πολιτικά ζητήματα. Εάν η διάρκεια ζωής σταθεροποιείται, αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνίες πρέπει να επαναξιολογήσουν τα μοντέλα συντάξεων, πρόνοιας και φροντίδας ηλικιωμένων. Οι κυβερνήσεις δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στην υπόθεση ότι οι επόμενες γενιές θα ζουν σημαντικά περισσότερο από τις προηγούμενες.

Για τους ερευνητές, η νέα πραγματικότητα δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με απαισιοδοξία, αλλά ως ευκαιρία για ρεαλισμό και αναπροσαρμογή. Οι επενδύσεις στην πρόληψη, στην ποιότητα ζωής και στη δημόσια υγεία των ενηλίκων θα είναι κρίσιμες, ενώ η έρευνα γύρω από τη γήρανση και τη μακροβιότητα θα χρειαστεί νέες κατευθύνσεις, από τη γονιδιωματική μέχρι την αναγεννητική ιατρική.

[source]

Loading