Μια αναπάντεχη ανακάλυψη από το NYU Langone Health υπόσχεται να ανατρέψει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις επιπλοκές του διαβήτη. Εδώ και δεκαετίες, οι περισσότερες θεραπείες περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο στόχο: τη μείωση των επιπέδων σακχάρου. Ωστόσο, η νέα έρευνα προτείνει μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση: αντί να χτυπήσουμε τη γλυκόζη, να χτυπήσουμε την ίδια τη διαδικασία που προκαλεί τη βλάβη.
Κεντρικό ρόλο σε αυτή τη μετατόπιση παίζει ένα μικρό μόριο με το όνομα RAGE406R. Σε πειραματικά μοντέλα, το συγκεκριμένο μόριο κατάφερε να αναστείλει μια βλαβερή συνεργασία δύο πρωτεϊνών που συνδέονται άμεσα με τη φλεγμονή, την επιβράδυνση επούλωσης και τη βλάβη ζωτικών οργάνων σε άτομα με διαβήτη. Το εύρημα δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Cell Chemical Biology και ήδη συζητείται ως πιθανή βάση για μια νέα γενιά θεραπειών.
Στο επίκεντρο της έρευνας βρίσκονται δύο πρωτεΐνες: RAGE και DIAPH1. Η πρώτη λειτουργεί ως υποδοχέας που ενεργοποιείται από τα προϊόντα τελικού σταδίου γλυκοζυλίωσης (AGEs), μόρια που σχηματίζονται όταν πρωτεΐνες και λίπη έρχονται σε επαφή με υψηλά επίπεδα ζαχάρου. Τα AGEs συσσωρεύονται σταδιακά στο σώμα ατόμων με διαβήτη, επιταχύνοντας φλεγμονώδεις διεργασίες και επιβαρύνοντας την καρδιά, τα νεφρά και τους ιστούς.
Η δεύτερη πρωτεΐνη, η DIAPH1, συνεργάζεται με τη RAGE ενισχύοντας την παραγωγή ινών ακτίνης στο εσωτερικό των κυττάρων. Αυτή η διαδικασία πυροδοτεί μια αλυσίδα αντιδράσεων που οδηγούν σε καθυστερημένη επούλωση και αυξημένη κυτταρική δυσλειτουργία.
Όταν οι δύο πρωτεΐνες «κουμπώνουν» μεταξύ τους, η ζημιά επιταχύνεται. Και ακριβώς αυτόν τον κρίσιμο δεσμό στοχεύει το νέο μόριο.
Οι ερευνητές απέδειξαν ότι το RAGE406R καταλαμβάνει τη θέση όπου θα συνδεόταν φυσιολογικά η DIAPH1 πάνω στη RAGE. Με απλά λόγια, λειτουργεί σαν ένας μικρός «σφήνα» που εμποδίζει τις δύο πρωτεΐνες να σχηματίσουν το επικίνδυνο ζευγάρι τους.
Το αποτέλεσμα; Μείωση της φλεγμονής, προστασία των οργάνων και εντυπωσιακά πιο γρήγορη επούλωση πληγών. Σε πειράματα με ανθρώπινα κύτταρα και μοντέλα διαβήτη τύπου 1 και 2, το μόριο μείωσε τόσο τις άμεσες όσο και τις μακροχρόνιες επιπλοκές που συνδέονται με τη νόσο.
Σύμφωνα με τη συν-επικεφαλής της μελέτης Ann Marie Schmidt από το NYU Grossman School of Medicine, πρόκειται για έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης: «Δεν στοχεύουμε στο σάκχαρο, αλλά στην ίδια τη βιοχημική διαδικασία που προκαλεί τη βλάβη». Αν επιβεβαιωθεί σε ανθρώπινες κλινικές δοκιμές, το RAGE406R μπορεί να καλύψει μεγάλα κενά των σημερινών θεραπειών, που έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε επιπλοκές και συχνά αφορούν αποκλειστικά τον διαβήτη τύπου 2.
Τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα εμφανίστηκαν όταν το μόριο εφαρμόστηκε τοπικά σε δέρμα ποντικιών με παχυσαρκία και διαβήτη τύπου 2, ένα δημοφιλές μοντέλο για τη μελέτη καθυστερημένης επούλωσης. Σε αρσενικά και θηλυκά ποντίκια, το RAGE406R επιτάχυνε την επούλωση με σημαντικό ρυθμό.
Παράλληλα, μειώθηκαν τα επίπεδα του CCL2, ενός μορίου-κλειδί που συνδέεται στενά με την παρατεταμένη φλεγμονή. Η εξασθένιση αυτού του σήματος είχε άμεση επίδραση στους μακροφάγους—τα κύτταρα του ανοσοποιητικού που συχνά, σε άτομα με διαβήτη, ενεργοποιούνται υπερβολικά και σε λάθος σημεία. Με λιγότερη φλεγμονή και πιο ελεγχόμενη ανοσολογική απόκριση, οι ιστοί ανέκτησαν την ικανότητα να αναδομούνται πιο φυσιολογικά.
Η ερευνητική ομάδα δεν ξεκίνησε από το μηδέν. Παλαιότερα είχαν εντοπίσει ένα άλλο μόριο, το RAGE229, που επίσης φαινόταν να μπλοκάρει τη RAGE–DIAPH1 αλληλεπίδραση. Όμως, το συγκεκριμένο μόριο παρουσίασε ενδείξεις πιθανής μεταλλαξιογόνου δράσης—ένα σαφές κόκκινο φως για οποιοδήποτε υποψήφιο φάρμακο.
Το RAGE406R είναι ουσιαστικά η «βελτιωμένη έκδοση»: διατηρεί τη λειτουργικότητα, αφαιρεί τα προβληματικά δομικά χαρακτηριστικά και περνά με επιτυχία κρίσιμες δοκιμές ασφάλειας. Έτσι, το πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης μπόρεσε να προχωρήσει με νέα δυναμική.
Η νέα έρευνα δεν υπόσχεται απλώς άλλη μια θεραπεία, αλλά δείχνει έναν νέο δρόμο. Αντί για τη χρόνια προσπάθεια διόρθωσης των επιπτώσεων της υψηλής γλυκόζης, η παρέμβαση μεταφέρεται στον πυρήνα των βιοχημικών αλληλεπιδράσεων που προκαλούν τη ζημιά. Και αυτό έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν με διαβήτη.
Όπως σημειώνει ο Alexander Shekhtman από το SUNY Albany, η μελέτη μπορεί να αποτελέσει βάση όχι μόνο για νέες θεραπείες, αλλά και για την ανάπτυξη βιοδεικτών που θα παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα τέτοιων παρεμβάσεων σε ζωντανούς οργανισμούς.