Από τα στατιστικά των ασφαλιστικών εταιρειών μέχρι τα στοιχεία των παγκόσμιων οργανισμών υγείας, ένα μοτίβο παραμένει σταθερό εδώ και αιώνες: οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες. Οι διαφορές αυτές συχνά αποδίδονταν σε κοινωνικούς ή ιατρικούς παράγοντες – καλύτερη πρόληψη, λιγότερο επικίνδυνη συμπεριφορά, διαφορές στον τρόπο ζωής. Ωστόσο, μια νέα διεθνής μελέτη δείχνει ότι η ρίζα αυτής της «ανισότητας ζωής» βρίσκεται βαθιά στην ίδια την εξέλιξη, και ότι το φαινόμενο ξεπερνά κατά πολύ το ανθρώπινο είδος.
Μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής επιστήμονες από το Max Planck Institute for Evolutionary Anthropology στη Λειψία, σε συνεργασία με 15 ιδρύματα παγκοσμίως, πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη και πιο λεπτομερή ανάλυση μέχρι σήμερα για τις διαφορές προσδόκιμου ζωής μεταξύ αρσενικών και θηλυκών θηλαστικών και πτηνών. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, εξετάζει δεδομένα από 1.176 είδη και αποκαλύπτει εντυπωσιακές διαφοροποιήσεις: στα θηλαστικά, τα θηλυκά ζουν κατά μέσο όρο 13% περισσότερο από τα αρσενικά, ενώ στα πουλιά το πρότυπο αντιστρέφεται – οι αρσενικοί ζουν περίπου 5% περισσότερο από τα θηλυκά.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτές οι αποκλίσεις δεν είναι τυχαίες. Συνδέονται στενά με τη βιολογία του φύλου, τις στρατηγικές αναπαραγωγής και τον ρόλο κάθε φύλου στη φροντίδα των απογόνων.
Μία από τις πιο διαδεδομένες θεωρίες για την ανθεκτικότητα των θηλυκών στη γήρανση είναι η λεγόμενη «υπόθεση του ετερογαμετικού φύλου». Στα περισσότερα θηλαστικά, τα θηλυκά διαθέτουν δύο Χ χρωμοσώματα, ενώ τα αρσενικά έχουν ένα Χ και ένα Υ. Το διπλό αντίγραφο του Χ προσφέρει ένα είδος γενετικής «ασφάλειας» απέναντι σε επιβλαβείς μεταλλάξεις, γεγονός που μπορεί να εξηγεί τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Στα πτηνά, το σύστημα αντιστρέφεται: τα θηλυκά είναι εκείνα με τα διαφορετικά χρωμοσώματα (Ζ και W), κάτι που ίσως εξηγεί γιατί σε αυτές τις ομάδες τα αρσενικά είναι πιο μακρόβια.
Η Johanna Stärk, κύρια συγγραφέας της μελέτης, επισημαίνει ότι αν και η υπόθεση των χρωμοσωμάτων εξηγεί μέρος της εικόνας, δεν αρκεί.
Ορισμένα είδη παρουσιάζουν το αντίθετο μοτίβο από το αναμενόμενο. Για παράδειγμα, σε αρκετά αρπακτικά πτηνά, τα θηλυκά είναι όχι μόνο μεγαλύτερα σε μέγεθος αλλά και πιο μακρόβια από τα αρσενικά. Αυτό δείχνει ότι η βιολογία του φύλου είναι μόνο ένα κομμάτι ενός πολύ πιο σύνθετου παζλ.
Πέρα από τη γενετική, καθοριστικό ρόλο φαίνεται να παίζουν και οι αναπαραγωγικές στρατηγικές κάθε είδους. Σε είδη όπου τα αρσενικά ανταγωνίζονται σφοδρά για το ζευγάρωμα –όπως συμβαίνει στα περισσότερα θηλαστικά– η πίεση αυτή έχει βιολογικό κόστος. Το μεγαλύτερο μέγεθος σώματος, τα «όπλα» και τα έντονα χαρακτηριστικά που αναπτύσσονται για να εντυπωσιάσουν τα θηλυκά ή να νικήσουν αντιπάλους, συχνά συνοδεύονται από μειωμένο προσδόκιμο ζωής.
Αντίθετα, στα μονογαμικά είδη, όπως πολλά πτηνά, η ανταγωνιστική πίεση είναι μικρότερη και τα αρσενικά έχουν συχνά περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν περισσότερο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το χάσμα ανάμεσα στα φύλα είναι μικρότερο σε μονογαμικά είδη και εντονότερο σε πολυγαμικά ή σε είδη με μεγάλες διαφορές μεγέθους ανάμεσα στα φύλα.
Η γονική φροντίδα είναι ένας ακόμη παράγοντας που σχετίζεται με τη μακροζωία. Στα περισσότερα θηλαστικά, τα θηλυκά επενδύουν περισσότερο χρόνο και ενέργεια στην ανατροφή των μικρών. Η φυσική επιλογή φαίνεται να επιβραβεύει αυτή τη συμπεριφορά, καθώς τα θηλυκά που ζουν περισσότερο μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωση και την ωρίμανση των απογόνων τους.
Για να εξετάσουν πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν οι περιβαλλοντικοί παράγοντες –όπως οι ασθένειες, οι θηρευτές ή οι καιρικές συνθήκες– οι επιστήμονες συνέκριναν δεδομένα από άγριους πληθυσμούς με αντίστοιχα από ζωολογικούς κήπους. Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά: παρότι το χάσμα ανάμεσα στα φύλα ήταν μικρότερο σε συνθήκες αιχμαλωσίας, δεν εξαφανίστηκε ποτέ εντελώς.
Αυτό δείχνει ότι, αν και το περιβάλλον μπορεί να επηρεάζει τη διάρκεια ζωής, οι θεμελιώδεις βιολογικοί μηχανισμοί που διαφοροποιούν τα δύο φύλα παραμένουν ισχυροί. Η ίδια εικόνα αντικατοπτρίζεται και στους ανθρώπους: καλύτερη υγειονομική περίθαλψη και βελτιωμένες συνθήκες ζωής μπορούν να μειώσουν το χάσμα στο προσδόκιμο, αλλά όχι να το εξαφανίσουν.
Το συμπέρασμα της μελέτης είναι σαφές: οι διαφορές στη διάρκεια ζωής μεταξύ αρσενικών και θηλυκών δεν είναι προϊόν σύγχρονων συνθηκών, αλλά αποτέλεσμα εκατομμυρίων ετών εξέλιξης. Χρωμοσώματα, στρατηγικές ζευγαρώματος και γονική φροντίδα συνθέτουν ένα πολύπλοκο εξελικτικό μωσαϊκό που διαμορφώνει το πόσο καιρό ζει κάθε φύλο.
[source]