Για δεκαετίες, οι έρευνες για την ευτυχία έδειχναν ένα σταθερό μοτίβο: οι άνθρωποι ξεκινούν τη ζωή τους με υψηλά επίπεδα ευτυχίας, βιώνουν μια πτώση στη μέση ηλικία και έπειτα βλέπουν ξανά μια άνοδο καθώς πλησιάζουν τα γηρατειά. Η εικόνα αυτή αντικατοπτριζόταν και στις μελέτες για τη δυστυχία, με την κορύφωση να εντοπίζεται γύρω από τη μέση ηλικία και σταδιακά να υποχωρεί. Σήμερα, όμως, νέα δεδομένα δείχνουν ότι η καμπύλη αυτή έχει ανατραπεί.
Μια πρόσφατη διεθνής μελέτη, που καλύπτει 44 χώρες μεταξύ αυτών και οι ΗΠΑ και η Βρετανία, αποκαλύπτει ότι η δυστυχία πλέον φτάνει στο υψηλότερο σημείο της στη νεότητα και στη συνέχεια μειώνεται με την ηλικία. Η αλλαγή αυτή δεν οφείλεται σε βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης των μεσήλικων και των ηλικιωμένων, αλλά σε σοβαρή επιδείνωση της ψυχικής υγείας των νέων.
Τα στοιχεία από τις ΗΠΑ είναι αποκαλυπτικά. Μέσω του Behavioral Risk Factor Surveillance System, μιας ετήσιας έρευνας που καταγράφει πάνω από 400.000 άτομα, μελετήθηκε το ποσοστό εκείνων που δήλωσαν ότι η ψυχική τους υγεία δεν ήταν καλή κάθε μέρα του τελευταίου μήνα. Από το 1993 έως το 2024, η εικόνα άλλαξε ριζικά: οι νέοι 18-24 ετών που βρίσκονται σε απόγνωση υπερδιπλασιάστηκαν στους άνδρες (από 2,5% σε 6,6%) και σχεδόν τριπλασιάστηκαν στις γυναίκες (από 3,2% σε 9,3%).
Αντίστοιχη αύξηση παρατηρείται και στους μεσήλικες 25-44 ετών, αν και σε μικρότερο βαθμό. Στις γυναίκες το ποσοστό απόγνωσης ανέβηκε από 4,2% σε 8,5%, ενώ στους άνδρες από 3,1% σε 6,9%. Οι ηλικιωμένοι άνω των 45 ετών παρουσιάζουν μόνο μικρές αυξήσεις. Αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα η νεότερη γενιά εμφανίζει τα υψηλότερα επίπεδα δυστυχίας, αντιστρέφοντας πλήρως τη σχέση που επικρατούσε τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η μεταβολή αυτή φαίνεται πιο καθαρά αν δούμε την πορεία μέσα στον χρόνο. Από το 2009 έως το 2018, η καμπύλη της απόγνωσης είχε το γνωστό σχήμα καμπάνας: άνοδο στη μέση ηλικία και πτώση αργότερα. Από το 2019 έως το 2024, όμως, η ταχεία άνοδος της δυστυχίας στις ηλικίες κάτω των 45 –και ιδιαίτερα πριν τα 25– εξάλειψε το παλιό μοτίβο.
Η εικόνα δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Στη Βρετανία, στοιχεία από το UK Household Longitudinal Survey και το Annual Population Survey δείχνουν παρόμοιες τάσεις, με την απόγνωση να μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικία. Παρόμοια ευρήματα προκύπτουν και σε 42 ακόμη χώρες, βάσει των δεδομένων του Global Minds Project για την περίοδο 2020-2025.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τι κρύβεται πίσω από αυτή την ανησυχητική εξέλιξη. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η αύξηση της δυστυχίας στους νέους ξεκίνησε χρόνια πριν από την πανδημία COVID-19, αν και η τελευταία φαίνεται να επιτάχυνε την αρνητική πορεία. Ένα από τα πιο συχνά αναφερόμενα αίτια είναι η εκτεταμένη χρήση του διαδικτύου και των smartphones. Μελέτες δείχνουν ότι ο περιορισμός της πρόσβασης στα κινητά οδηγεί σε βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης, ωστόσο η τεχνολογία δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί η μοναδική ή η κυριότερη αιτία.
Νεότερα ερευνητικά δεδομένα, τα οποία ακόμη δεν έχουν δημοσιευθεί επίσημα, υπογραμμίζουν και έναν άλλο παράγοντα: τη μειωμένη ικανότητα της αμειβόμενης εργασίας να προστατεύει τους νέους από την ψυχική επιβάρυνση. Παραδοσιακά, η εργασία λειτουργούσε ως ασπίδα, προσφέροντας σταθερότητα και αίσθηση σκοπού. Σήμερα, ωστόσο, ακόμη και οι εργαζόμενοι νέοι εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα δυστυχίας, γεγονός που δείχνει ότι η αγορά εργασίας δεν παρέχει πλέον την ίδια ασφάλεια και στήριξη.
Η αλλαγή αυτή στην ψυχολογική πορεία των γενεών αποτελεί προειδοποιητικό σήμα για τις κοινωνίες. Ενώ στο παρελθόν ήταν συχνή η κρίση της μέσης ηλικίας, σήμερα το βάρος της δυστυχίας φαίνεται να πέφτει κυρίως στους νέους. Εάν οι τάσεις συνεχιστούν, οι συνέπειες για την κοινωνική συνοχή, την παραγωγικότητα και την υγεία των επόμενων γενεών θα είναι σημαντικές.
Για τους ειδικούς και τους πολιτικούς, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η άνοδος της δυστυχίας στους νέους πρέπει να αποτελέσει βασικό άξονα κάθε στρατηγικής για την ευημερία. Η αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί στοχευμένες παρεμβάσεις, από την ψυχική υγεία και την εκπαίδευση έως την αγορά εργασίας και τη ρύθμιση της τεχνολογίας. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να αναστραφεί μια στατιστική τάση, αλλά να αποκατασταθεί η προοπτική μιας γενιάς που βλέπει το μέλλον της όλο και πιο σκοτεινό.
[via]