Μια νέα ελπίδα για το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης: Εντοπίστηκε το βιολογικό του αποτύπωμα στο έντερο

Για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, η καθημερινότητα καθορίζεται από μια εξουθενωτική κατάσταση που μέχρι σήμερα παραμένει δύσκολο να διαγνωστεί: το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης (ME/CFS). Παρόλο που η επιστήμη έχει προχωρήσει σημαντικά στη διάγνωση πολλών σύνθετων παθήσεων, το ME/CFS εξακολουθεί να θεωρείται διαγνωστική πρόκληση, χωρίς κάποιο εργαστηριακό τεστ που να το επιβεβαιώνει με ακρίβεια. Όμως αυτό μπορεί να αλλάξει σύντομα, χάρη σε μια νέα έρευνα από το Jackson Laboratory που ρίχνει φως στη βιολογική βάση της ασθένειας, και πιο συγκεκριμένα, στο μικροβίωμα του εντέρου.

Το ME/CFS χαρακτηρίζεται από ακραία κόπωση που δεν υποχωρεί με ξεκούραση, γνωστικές δυσκολίες όπως η «θολούρα» του νου, προβλήματα ύπνου και χρόνιους πόνους. Συχνά εμφανίζεται έπειτα από ιογενή λοίμωξη, όπως από τον ιό Epstein-Barr, αλλά μέχρι σήμερα οι γιατροί καταλήγουν σε αυτή τη διάγνωση κυρίως μέσω αποκλεισμού άλλων πιθανών αιτιών, βασιζόμενοι στα συμπτώματα που αναφέρει ο ίδιος ο ασθενής. Η έλλειψη αντικειμενικού διαγνωστικού εργαλείου έχει οδηγήσει πολλούς να αντιμετωπίζουν την πάθηση με δυσπιστία, ως περισσότερο ψυχολογικό παρά σωματικό πρόβλημα.

Η πρόσφατη μελέτη του Jackson Lab υπόσχεται να αλλάξει αυτή την αντίληψη. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ένα μοναδικό «βιολογικό αποτύπωμα» της νόσου στο μικροβίωμα του εντέρου, το οποίο όχι μόνο μπορεί να επιτρέψει τη δημιουργία αξιόπιστου διαγνωστικού τεστ, αλλά και να ανοίξει νέους δρόμους για στοχευμένες θεραπείες.

Η έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα από 153 ασθενείς με ME/CFS και 96 υγιή άτομα. Οι επιστήμονες συνέλεξαν ένα ευρύ φάσμα βιολογικών πληροφοριών, περιλαμβανομένων γενετικών αναλύσεων των εντερικών μικροβίων, μεταβολιτών στο πλάσμα αίματος, γενικών αιματολογικών εξετάσεων και προφίλ ανοσοκυττάρων. Επιπλέον, καταγράφηκαν τα συμπτώματα που ανέφεραν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες.

Στη συνέχεια, τα δεδομένα τροφοδοτήθηκαν σε ένα προηγμένο νευρωνικό δίκτυο με την ονομασία BioMapAI. Το μοντέλο ήταν σε θέση να προβλέψει την παρουσία ME/CFS με ακρίβεια 90%, βασιζόμενο κυρίως στο μικροβίωμα του εντέρου και το ανοσοποιητικό προφίλ των ασθενών. Όταν το σύστημα δοκιμάστηκε σε εξωτερικά δεδομένα, η ακρίβεια της πρόβλεψης έφτασε το 80%. Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν προηγούμενη έρευνα του Columbia University που επίσης είχε εντοπίσει συγκεκριμένους βακτηριακούς δείκτες της νόσου στο έντερο.

Σύμφωνα με την επικεφαλής ερευνήτρια Julia Oh, παρά τις διαφορετικές μεθόδους συλλογής δεδομένων, εμφανίστηκαν κοινά μοτίβα ασθένειας σε επίπεδο λιπαρών οξέων, ανοσολογικών δεικτών και μεταβολιτών. «Αυτό δείχνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με τυχαία ευρήματα. Υπάρχει πραγματική βιολογική δυσλειτουργία», τόνισε χαρακτηριστικά.

Πιο συγκεκριμένα, οι ασθενείς με ME/CFS παρουσίασαν χαμηλότερα επίπεδα βουτυρικού οξέος, ένα λιπαρό οξύ που παράγεται στο έντερο, καθώς και μειωμένα επίπεδα άλλων ουσιών που σχετίζονται με την παραγωγή ενέργειας και τον γενικό μεταβολισμό. Εντοπίστηκε επίσης αυξημένη φλεγμονώδης απόκριση σε τύπους λευκών αιμοσφαιρίων που ονομάζονται MAIT κύτταρα, τα οποία συνδέουν την υγεία του εντέρου με το ανοσοποιητικό σύστημα.

Ο Derya Unutmaz, συν-συγγραφέας της μελέτης, εξήγησε πως η διαταραχή αυτών των κυττάρων, μαζί με τη δυσλειτουργία στις οδούς του βουτυρικού και της τρυπτοφάνης, καταδεικνύει μια βαθιά ανισορροπία με συστημικές συνέπειες. Οι παρατηρήσεις αυτές δίνουν ελπίδα όχι μόνο για καλύτερη κατανόηση της νόσου αλλά και για την ανάπτυξη εξατομικευμένων θεραπειών, παρόμοιων με αυτές που εφαρμόζονται σήμερα στην ογκολογία.

Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε έναν λεπτομερή χάρτη των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του ανοσοποιητικού συστήματος και των βακτηρίων του εντέρου και των χημικών ουσιών που παράγουν. Συνδέοντας αυτά τα σημεία, μπορούμε να αρχίσουμε να κατανοούμε τι προκαλεί τη νόσο και να ανοίξουμε τον δρόμο για αληθινά στοχευμένη ιατρική που μέχρι τώρα ήταν απλώς όραμα.

Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι τα ευρήματα αυτά ενδέχεται να έχουν εφαρμογή και σε περιπτώσεις long COVID, καθώς πρόκειται επίσης για μια πάθηση που εμφανίζεται μετά από ιογενή λοίμωξη και παρουσιάζει παρόμοια συμπτώματα με το ME/CFS.

[via]

Loading