Η κούρσα για τα πιο ισχυρά φάρμακα απώλειας βάρους αποκτά έναν απρόσμενο ανταγωνιστή, και αυτή τη φορά δεν προέρχεται από την οικογένεια των GLP-1 που έχει κυριαρχήσει την τελευταία πενταετία. Η ελοραλιντίδη, το νέο πειραματικό φάρμακο της Eli Lilly, δείχνει να αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού ήδη από τα πρώτα κλινικά δεδομένα.
Η εταιρεία δημοσίευσε πρόσφατα στη The Lancet τα αποτελέσματα μελέτης φάσης ΙΙ, σύμφωνα με τα οποία ορισμένοι συμμετέχοντες έχασαν έως και 20% του αρχικού τους βάρους μέσα σε 48 εβδομάδες. Για μια περίοδο όπου το ενδιαφέρον για τις θεραπείες παχυσαρκίας είναι στα ύψη, το εύρημα αυτό τραβάει τα βλέμματα.
Σε αντίθεση με τα φάρμακα τύπου Ozempic, η ελοραλιντίδη δεν βασίζεται στην οδό του GLP-1. Η πρωτοτυπία του βρίσκεται στο ότι μιμείται την ορμόνη αμυλίνη, η οποία φυσιολογικά εκκρίνεται από το πάγκρεας μαζί με την ινσουλίνη μετά το φαγητό. Η αμυλίνη συμβάλλει στο αίσθημα κορεσμού, περιορίζει την όρεξη και επιβραδύνει την κένωση του στομάχου. Είναι ένας μηχανισμός παράλληλος με εκείνον του GLP-1, με διακριτές όμως λειτουργίες που μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα χρήσιμες όταν επιμηκύνονται μέσω ενός φαρμάκου μεγάλης διάρκειας δράσης.
Η Eli Lilly δεν είναι άγνωστη σε αυτό το πεδίο. Διαθέτει ήδη την τιρζεπατίδη, έναν από τους πιο ισχυρούς συνδυασμούς GLP-1 και GIP, που επίσης φτάνει σε ποσοστά απώλειας βάρους κοντά στο 20%. Το ενδιαφέρον όμως με την ελοραλιντίδη είναι ότι επιτυγχάνει τέτοιου τύπου αποτελέσματα βασιζόμενο αποκλειστικά στην αμυλίνη. Αυτό το καθιστά δυνητικά μια σημαντική εναλλακτική για άτομα που δεν ανταποκρίνονται στα GLP-1 ή δεν ανέχονται τις παρενέργειές τους.
Στην πρόσφατη μελέτη συμμετείχαν 263 ενήλικες χωρίς διαβήτη τύπου 2, αλλά με παχυσαρκία (BMI άνω του 30) ή υπέρβαρο με επιπλοκές σχετικές με το βάρος. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε ομάδες που λάμβαναν είτε placebo είτε διαφορετικές δόσεις ελοραλιντίδης, με ορισμένες ομάδες να αυξάνουν σταδιακά τη δοσολογία. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: ανεξάρτητα από τη στρατηγική δοσολογίας, όσοι έπαιρναν το φάρμακο έχασαν περισσότερο βάρος από την ομάδα placebo. Η υψηλότερη δόση, τα εννέα χιλιοστόγραμμα, ήταν και η πιο αποτελεσματική, με μέση απώλεια 20% του αρχικού σωματικού βάρους. Παρόμοια ποσοστά είδαν και οι συμμετέχοντες που ξεκίνησαν από τα έξι χιλιοστόγραμμα και ανέβηκαν στα εννέα.
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα φάρμακα που στοχεύουν την όρεξη και τη γαστρεντερική λειτουργία, οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν γαστρεντερικές. Η ναυτία εμφανίστηκε σε περίπου ένα τρίτο των συμμετεχόντων που έπαιρναν την υψηλότερη δόση. Ωστόσο, συνολικά το προφίλ ασφαλείας θεωρήθηκε ικανοποιητικό και συμβατό με τα δεδομένα άλλων ορμονικών αναλόγων, χωρίς ενδείξεις για σοβαρές παρενέργειες.
Η ανακάλυψη δεν έρχεται σε κενό αέρος. Τα φάρμακα GLP-1 όπως η σεμαγλουτίδη έχουν ήδη αλλάξει το τοπίο της αντιμετώπισης της παχυσαρκίας, οδηγώντας ακόμη και σε μετρήσιμη μείωση των ποσοστών παχυσαρκίας στις ΗΠΑ για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Όμως η ραγδαία αύξηση της ζήτησης έχει προκαλέσει προβλήματα προσβασιμότητας, ενώ το υψηλό κόστος και οι παρενέργειες αποτελούν συχνά ανασταλτικούς παράγοντες. Η ανάπτυξη θεραπειών με διαφορετικούς βιολογικούς στόχους θα μπορούσε να μειώσει αυτές τις πιέσεις και να δώσει επιλογές σε μεγαλύτερο εύρος ασθενών.
Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που κάνει την ελοραντίδη ξεχωριστή: οι ερευνητές θέλουν να διερευνήσουν κατά πόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε συνδυασμό με τα GLP-1. Ήδη αρκετές εταιρείες αναπτύσσουν φάρμακα που συνδυάζουν πολλαπλές ορμόνες, προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουν την απώλεια βάρους και να βελτιώσουν τον γλυκαιμικό έλεγχο. Αν η αμυλίνη μπορεί να δώσει συγκρίσιμα αποτελέσματα με τα GLP-1, αλλά με ξεχωριστό μονοπάτι δράσης, τότε μελλοντικοί συνδυασμοί ίσως οδηγήσουν σε αποτελεσματικότητα που σήμερα μοιάζει απίθανη.
Παρά τα ενθαρρυντικά ευρήματα, χρειάζεται προσοχή. Η μελέτη φάσης ΙΙ είναι μικρής κλίμακας και η αποτελεσματικότητα της ελοραντίδης πρέπει να επιβεβαιωθεί σε μεγαλύτερους, πιο μακροχρόνιους ελέγχους. Χωρίς άμεσες συγκριτικές μελέτες απέναντι σε φάρμακα όπως η σεμαγλουτίδη ή η τιρζεπατίδη, δεν είναι δυνατό να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το αν το νέο φάρμακο είναι καλύτερο ή απλώς διαφορετικό.
Αν όμως τα επόμενα στάδια επιβεβαιώσουν την εικόνα που βλέπουμε τώρα, η ελοραντίδη θα μπορούσε να σηματοδοτήσει τη γέννηση ενός νέου κλάδου στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Έναν κλάδο που δεν θα βασίζεται αποκλειστικά στο GLP-1, αλλά θα αξιοποιεί πλήρως το δυναμικό άλλων ορμονών, όπως η αμυλίνη, για να χτίσει μια πιο ευέλικτη και εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση.