Εδώ και δεκαετίες κυκλοφορεί ένας αριθμός που έχει γίνει σχεδόν κλισέ: άνθρωποι και χιμπατζήδες μοιράζονται το 98,8% του DNA τους. Η ιδέα αυτή ενισχύει την εικόνα των χιμπατζήδων ως των στενότερων ζωντανών συγγενών μας, μαζί με τους bonobos. Όμως, η επιστημονική πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη και τα ποσοστά αυτά δεν αποτυπώνουν πλήρως τη γενετική μας σχέση.
Το DNA τόσο των ανθρώπων όσο και των χιμπατζήδων αποτελείται από τέσσερα βασικά δομικά στοιχεία: αδενίνη (A), γουανίνι (G), κυτοσίνη (C) και θυμίνη (T). Το γονιδίωμα και των δύο ειδών μοιάζει με ένα τεράστιο «κείμενο» περίπου τριών δισεκατομμυρίων γραμμάτων. Οι επιστήμονες συγκρίνουν αυτά τα γράμματα αναζητώντας τμήματα όπου οι αλληλουχίες αντιστοιχούν μεταξύ των δύο ειδών. Στη συνέχεια μετρούν τις ομοιότητες και τις διαφορές, όπως θα έκανε κάποιος συγκρίνοντας δύο εκδοχές του ίδιου βιβλίου με μικρές αλλαγές.
Παλαιότερες μελέτες έδειξαν ότι, σε περιοχές του γονιδιώματος όπου υπάρχει άμεση αντιστοιχία, μόνο ένα στα εκατό γράμματα διαφέρει ανάμεσα σε άνθρωπο και χιμπατζή. Αυτό γέννησε τον διάσημο αριθμό «98%–99% ομοιότητα». Για σύγκριση, οι άνθρωποι μεταξύ τους μοιράζονται περίπου το 99,9% του DNA τους.
Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή αγνοεί μεγάλα τμήματα DNA που δεν μπορούν εύκολα να συγκριθούν. Σύμφωνα με τον Tomas Marques-Bonet, γενετιστή στο Institute of Evolutionary Biology της Βαρκελώνης, περίπου το 15% έως 20% του ανθρώπινου γονιδιώματος δεν έχει ξεκάθαρο «αντίστοιχο» στον χιμπατζή. Αυτό οφείλεται σε εξελικτικές διεργασίες, όπως τμήματα DNA που χάθηκαν ή μετακινήθηκαν σε άλλα σημεία του χρωμοσώματος.
Όταν συμπεριληφθούν και αυτές οι πιο δύσκολες περιοχές, η εικόνα αλλάζει. Οι διαφορές δεν περιορίζονται στο 1%, αλλά μπορεί να φτάνουν το 5%–10% ή ακόμη και περισσότερο. Μια πρόσφατη μελέτη του 2025 έδειξε ότι τα γονιδιώματα ανθρώπων και χιμπατζήδων διαφέρουν κατά περίπου 15% όταν συγκριθούν άμεσα και ολοκληρωμένα. Μάλιστα, μέσα στο ίδιο το είδος των χιμπατζήδων υπάρχει γενετική ποικιλομορφία που φτάνει το 9%.
Παρά τα παραπάνω, η στενή συγγένεια παραμένει αδιαμφισβήτητη. Όπως τονίζει ο Martin Neukamm από το Technical University of Munich, η ουσία είναι ότι οι δύο οργανισμοί εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά κοντινοί συγγενείς στην εξελικτική κλίμακα.
Οι μεγαλύτερες γενετικές διαφορές δεν κρύβονται τόσο στο «κωδικοποιητικό DNA» που καθορίζει την παραγωγή πρωτεϊνών, αλλά στο λεγόμενο «μη κωδικοποιητικό DNA». Πρόκειται για το τμήμα του γονιδιώματος που δεν παράγει πρωτεΐνες, αλλά ρυθμίζει πότε, πού και πώς θα ενεργοποιηθούν τα γονίδια. Ο Marques-Bonet το παρομοιάζει με έναν πίνακα διακοπτών που καθορίζει αν ένα γονίδιο θα «ανάψει» ή θα παραμείνει ανενεργό.
Έτσι, μια μικρή αλλαγή σε αυτά τα ρυθμιστικά σημεία μπορεί να έχει μεγάλες συνέπειες στα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Όπως εξηγεί ο David Haussler από το UC Santa Cruz Genomics Institute, μια μικρή διαφοροποίηση στον τρόπο έκφρασης του DNA μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες διαφορές στη μορφή και στη λειτουργία, από το πόσο τριχωτό είναι ένα σώμα μέχρι το μέγεθος και την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Παρά τις διαφορές, άνθρωποι και χιμπατζήδες διαθέτουν ουσιαστικά την ίδια «εργαλειοθήκη» πρωτεϊνών. Η βασική ύλη είναι κοινή, αλλά ο τρόπος που χρησιμοποιείται δημιουργεί τα ξεχωριστά είδη. Όπως το διατυπώνει η Katie Pollard από το Gladstone Institute of Data Science and Biotechnology, «οι άνθρωποι και οι χιμπατζήδες αποτελούνται από τα ίδια δομικά στοιχεία, αλλά η χρήση τους διαφέρει, και αυτό είναι που καθορίζει το τελικό αποτέλεσμα».
Το DNA μας μοιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό με εκείνο των χιμπατζήδων, αλλά η συχνά επαναλαμβανόμενη φράση «μοιραζόμαστε το 99%» είναι απλουστευτική. Οι πραγματικές διαφορές είναι μεγαλύτερες, ιδίως σε περιοχές του γονιδιώματος που ρυθμίζουν κρίσιμες λειτουργίες. Αυτές οι μικρές γενετικές «πινελιές» είναι που καθιστούν τον άνθρωπο και τον χιμπατζή δύο διαφορετικά, αν και στενά συγγενικά, είδη.
Η εξέλιξη μάς έδωσε κοινή καταγωγή, αλλά η διαφορετική χρήση των ίδιων γενετικών εργαλείων μας χάρισε μοναδικά χαρακτηριστικά, από τη γλώσσα και τον πολιτισμό μέχρι την ικανότητα να μελετούμε το ίδιο μας το DNA.