Μια νέα ελπιδοφόρα προσέγγιση για τη μείωση της «κακής» χοληστερόλης (LDL) φαίνεται να αναδεικνύεται από πρόσφατη κλινική μελέτη που διεξήχθη από την Κλινική του Κλίβελαντ στις ΗΠΑ. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο συνδυασμός ενός ήδη εγκεκριμένου φαρμάκου με ένα νέο, που βρίσκεται ακόμα υπό ανάπτυξη, μπορεί να μειώσει τα επίπεδα LDL κατά σχεδόν 49% σε ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου.
Η LDL, γνωστή και ως «κακή» χοληστερόλη, συμβάλλει στη συσσώρευση πλάκας στις αρτηρίες, αυξάνοντας σημαντικά τον κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού. Αν και τα στατίνες αποτελούν τη βασική φαρμακευτική αντιμετώπιση, σε αρκετούς ασθενείς δεν αποδεικνύονται επαρκείς για την επίτευξη των επιθυμητών επιπέδων χοληστερόλης, ειδικά όταν πρόκειται για άτομα με ήδη εγκατεστημένη καρδιοπάθεια ή διαβήτη.
Η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 407 ενήλικες με επίμονα αυξημένα επίπεδα LDL (άνω των 70 mg/dL) παρά τη χορήγηση άλλων υπολιπιδαιμικών θεραπειών, είχε στόχο να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα ενός συνδυασμού φαρμάκων: του υπάρχοντος ezetimibe (γνωστό και ως Zetia) και του νέου φαρμάκου obicetrapib, που βρίσκεται ακόμη σε πειραματικό στάδιο. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε τέσσερις ομάδες: η μία λάμβανε μόνο ezetimibe, η δεύτερη μόνο obicetrapib, η τρίτη τον συνδυασμό των δύο και η τέταρτη ομάδα λάμβανε εικονικό φάρμακο (placebo).
Μετά από 84 ημέρες θεραπείας, τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Ο συνδυασμός των δύο φαρμάκων μείωσε τα επίπεδα LDL κατά 48,6% σε σύγκριση με το placebo. Η χορήγηση του obicetrapib μόνο του οδήγησε σε μείωση 31,7%. Και οι τέσσερις θεραπείες κρίθηκαν γενικά καλά ανεκτές από τους ασθενείς, χωρίς σημαντικές παρενέργειες, γεγονός που ενισχύει τις ελπίδες για την ευρεία μελλοντική χρήση του νέου φαρμάκου.
Ο επικεφαλής της μελέτης, καρδιολόγος Dr. Ashish Sarraju, σημείωσε:
Παρά τη χρήση στατινών και άλλων μη στατινικών φαρμάκων, πολλοί ασθενείς με υψηλό καρδιοαγγειακό κίνδυνο δεν καταφέρνουν να επιτύχουν τους στόχους τους όσον αφορά την LDL χοληστερόλη. Ο συνδυασμός αυτός προσφέρει μια επιπλέον θεραπευτική επιλογή για τους δύσκολα ρυθμιζόμενους ασθενείς.
Σύμφωνα με τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές, οι ενήλικες καλούνται να διατηρούν επίπεδα LDL κάτω από τα 100 mg/dL. Ωστόσο, σε περιπτώσεις υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου, οι στόχοι μπορεί να είναι ακόμη χαμηλότεροι. Αυτό καθιστά σημαντική την ανάγκη για πιο αποτελεσματικές θεραπείες, οι οποίες να επιτυγχάνουν ισχυρή μείωση της LDL χωρίς να επιβαρύνουν τους ασθενείς με ανεπιθύμητες ενέργειες.
Ο Dr. Steven Nissen, Διευθυντής Ακαδημαϊκών Υποθέσεων στο Ινστιτούτο Καρδιάς, Αγγείων και Θώρακα της Κλινικής του Κλίβελαντ και συν-συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε πως «τα ευρήματα αυτά ενισχύουν την προοπτική μιας σταθερής δόσης συνδυασμού φαρμάκων για τη θεραπεία ενός πληθυσμού ασθενών που παραδοσιακά είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί». Επισήμανε επίσης ότι, εφόσον ο συνδυασμός αυτός εγκριθεί από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές, θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολύτιμη προσθήκη στο οπλοστάσιο των καρδιολόγων.
Η μελέτη αναδεικνύει τη σημασία της εξατομικευμένης φαρμακευτικής αγωγής για την αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων. Ειδικά στη σύγχρονη εποχή, όπου τα καρδιαγγειακά νοσήματα παραμένουν η πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως, η ανάγκη για καινοτόμες και αποτελεσματικές λύσεις είναι επιτακτική.
Η συνέχιση των κλινικών δοκιμών και η επιβεβαίωση της ασφάλειας και αποτελεσματικότητας του συνδυασμού ezetimibe–obicetrapib σε μεγαλύτερους και πιο ποικιλόμορφους πληθυσμούς θα είναι καθοριστική για την πορεία του φαρμάκου προς την αγορά. Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη μελέτη προσφέρει αισιοδοξία και νέα προοπτική για τους ασθενείς που μέχρι σήμερα είχαν περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές.
[via]