Οι επιστήμονες σημειώνουν σημαντικά βήματα προς την αναστροφή των συμπτωμάτων της νόσου του Πάρκινσον, με δύο πρόσφατες μελέτες να αναζωπυρώνουν τις ελπίδες για αποτελεσματικές θεραπείες στο μέλλον. Αν και οι έρευνες βρίσκονται ακόμη σε πειραματικό στάδιο και αφορούν δοκιμές σε ποντίκια, τα ευρήματα κρίνονται ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Παράλληλα, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η πολυπλοκότητα της νόσου απαιτεί έναν πολυπαραγοντικό και συνδυαστικό τρόπο αντιμετώπισης.
Η νόσος του Πάρκινσον, μια εκφυλιστική νευρολογική διαταραχή που πλήττει περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, προκαλεί απώλεια των νευρικών κυττάρων που παράγουν ντοπαμίνη, οδηγώντας σε τρόμο, μυϊκή δυσκαμψία, βραδυκινησία και προβλήματα ισορροπίας. Μέχρι σήμερα, δεν έχει αναπτυχθεί οριστική θεραπεία, και οι υπάρχουσες μέθοδοι περιορίζονται στον έλεγχο των συμπτωμάτων.
Η πρώτη από τις δύο μελέτες, που πραγματοποιήθηκε από τον Kay Double και την ομάδα του στο University of Sydney, βασίστηκε σε προηγούμενη έρευνα του 2017, η οποία εντόπισε μια ανώμαλη μορφή της πρωτεΐνης SOD1 στους ασθενείς με Πάρκινσον. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η SOD1 δρα ως ένζυμο με αντιοξειδωτικές ιδιότητες, προστατεύοντας τα εγκεφαλικά κύτταρα από τις επιθέσεις των ελευθέρων ριζών. Ωστόσο, σε περιπτώσεις Πάρκινσον, η πρωτεΐνη χάνει αυτή τη λειτουργία και συσσωρεύεται στον εγκέφαλο προκαλώντας κυτταρική βλάβη.
Η ομάδα του Double δοκίμασε τη χορήγηση χαλκού μέσω ενός φαρμάκου με την ονομασία CuATSM, σχεδιασμένο να διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και να μεταφέρει το μέταλλο απευθείας στον εγκεφαλικό ιστό. Η έρευνα χωρίστηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη, οι επιστήμονες χορήγησαν το φάρμακο σε ποντίκια για τρεις εβδομάδες ώστε να προσδιορίσουν τη βέλτιστη δόση. Η ιδανική ποσότητα προσδιορίστηκε στα 15 mg ανά κιλό, η οποία αύξησε επαρκώς τα επίπεδα χαλκού στον εγκέφαλο.
Στη δεύτερη φάση, το φάρμακο χορηγήθηκε σε γενετικά τροποποιημένα ποντίκια που εμφάνιζαν συμπτώματα Πάρκινσον. Τα ζώα που έλαβαν την αγωγή παρουσίασαν σημαντική βελτίωση στην κινητικότητά τους, σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου που επιδεινώθηκε. Η θεραπεία φαίνεται πως αποκατέστησε τη λειτουργία της SOD1 και προστάτεψε τα νευρικά κύτταρα στην περιοχή substantia nigra του εγκεφάλου – περιοχή ζωτικής σημασίας για την κίνηση και τη γνωστική λειτουργία.
Παρά την ενθουσιώδη ανταπόκριση στα αποτελέσματα, ο ίδιος ο Double τόνισε ότι η νόσος είναι πολύπλοκη και ότι πιθανότατα θα χρειαστούν συνδυαστικές προσεγγίσεις για ουσιαστική θεραπεία. Σε αυτή την κατεύθυνση, έρχεται να προστεθεί μια δεύτερη μελέτη του Stanford University, που επικεντρώθηκε σε γενετικές μορφές της νόσου συνδεδεμένες με τη μετάλλαξη του γονιδίου LRRK2.
Η συγκεκριμένη μετάλλαξη προκαλεί υπερδραστηριότητα του ενζύμου LRRK2, επηρεάζοντας τη μορφή των εγκεφαλικών κυττάρων και διαταράσσοντας την επικοινωνία μεταξύ των ντοπαμινεργικών νευρώνων και εκείνων του ραβδωτού σώματος (striatum), περιοχής που σχετίζεται με την κινητικότητα, την παρώθηση και τη λήψη αποφάσεων. Το 25% των περιπτώσεων Πάρκινσον αποδίδεται σε γενετικά αίτια, με τη LRRK2 μετάλλαξη να είναι από τις συχνότερες.
Η ομάδα της Suzanne Pfeffer χορήγησε το φάρμακο MLi-2, που καταστέλλει τη δραστηριότητα της LRRK2, σε ποντίκια με τη μετάλλαξη. Παρά το γεγονός ότι αρχικά δεν υπήρξαν αξιοσημείωτα αποτελέσματα, παρατηρήθηκε ότι η αναγέννηση των πρωτογενών κροσσών των κυττάρων –δομών απαραίτητων για την κυτταρική επικοινωνία– μπορεί να επηρεάζεται από τους κύκλους ύπνου και εγρήγορσης.
Μετά από τρίμηνη αγωγή, τα ποσοστά των κυττάρων που είχαν αναγεννήσει αυτούς τους κροσσοειδείς σχηματισμούς εξισώθηκαν με εκείνα υγιών ποντικών. Η επικοινωνία των νευρώνων αποκαταστάθηκε, ενώ αυξήθηκαν οι δείκτες των ντοπαμινεργικών απολήξεων, κάτι που υποδεικνύει πιθανή ανάκαμψη νευρώνων που είχαν υποστεί βλάβη.
Η Pfeffer εκτιμά ότι η προσέγγιση αυτή μπορεί όχι μόνο να σταθεροποιήσει την κατάσταση των ασθενών, αλλά και να επιφέρει σημαντική βελτίωση. Επιπλέον, βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη κλινικές δοκιμές με αναστολείς της LRRK2, με σκοπό να διερευνηθεί η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου στον άνθρωπο. Κρίσιμης σημασίας θεωρείται η έγκαιρη διάγνωση, καθώς τα πρώιμα σημάδια της νόσου μπορεί να εμφανιστούν ακόμη και 15 χρόνια πριν την εκδήλωση των χαρακτηριστικών τρόμων.
Σύμφωνα με το British Medical Journal, τα περιστατικά Πάρκινσον ενδέχεται να ξεπεράσουν τα 25 εκατομμύρια παγκοσμίως έως το 2050 – μια αύξηση 112% σε σύγκριση με το 2021. Αυτή η πρόβλεψη καταδεικνύει την επιτακτική ανάγκη για την ανάπτυξη θεραπειών που θα μπορούν να επιβραδύνουν, να σταθεροποιούν ή ακόμη και να αντιστρέφουν την πορεία της νόσου, καθιστώντας την αντιμετώπισή της μία από τις κορυφαίες προκλήσεις της σύγχρονης ιατρικής.
[via]