Τα κουνούπια εισέβαλαν για πρώτη φορά στην Ισλανδία

Για δεκαετίες, η Ισλανδία αποτελούσε έναν από τους ελάχιστους τόπους στη Γη όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να ζουν χωρίς τον ενοχλητικό βόμβο και τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Όμως αυτό το προνόμιο φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν. Ερευνητές επιβεβαίωσαν για πρώτη φορά την παρουσία κουνουπιών στο νησί, σηματοδοτώντας μια μικρή αλλά ενδεικτική οικολογική μετατόπιση και πιθανώς ένα ακόμα σημάδι των παγκόσμιων περιβαλλοντικών αλλαγών.

Ο Matthias Alfredsson, εντομολόγος του Natural Science Institute of Iceland, ανακοίνωσε ότι τρία δείγματα του είδους Culiseta annulata –δύο θηλυκά και ένα αρσενικό– εντοπίστηκαν περίπου 30 χιλιόμετρα βόρεια του Ρέικιαβικ. Τα έντομα βρέθηκαν σε παγίδες που αρχικά είχαν στηθεί για να προσελκύσουν νυχτοπεταλούδες, χρησιμοποιώντας ένα παραδοσιακό μείγμα από ζεστό κρασί και ζάχαρη το οποίο απορροφάται σε σχοινιά και υφάσματα.

Πρόκειται για το πρώτο τεκμηριωμένο περιστατικό κουνουπιών που εντοπίζονται στη φύση της Ισλανδίας. Μέχρι σήμερα, η χώρα συγκαταλεγόταν –μαζί με την Ανταρκτική– στα ελάχιστα μέρη του πλανήτη όπου δεν υπήρχε καμία εγκατεστημένη πληθυσμιακή παρουσία του εντόμου.

Σύμφωνα με τον Alfredsson, είναι πιθανό τα κουνούπια να έφτασαν στο νησί «λαθρεπιβάτες» πάνω σε πλοία ή μέσα σε εμπορευματοκιβώτια. Αν και η παρουσία τους είναι ακόμα περιορισμένη, το γεγονός προκαλεί ανησυχία στους επιστήμονες. Εάν καταφέρουν να προσαρμοστούν και να αναπαραχθούν, η Ισλανδία θα χάσει μια από τις πιο χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητές της: την πλήρη απουσία κουνουπιών.

Η ανίχνευση των εντόμων έγινε στα τέλη του καλοκαιριού, ωστόσο η πραγματική δοκιμασία θα έρθει την άνοιξη, όταν οι θερμοκρασίες θα αρχίσουν να ανεβαίνουν και θα φανεί αν το είδος έχει καταφέρει να επιβιώσει από τον βαρύ χειμώνα. Οι αρχές σχεδιάζουν ήδη εκτεταμένη παρακολούθηση για να εντοπίσουν πιθανή εξάπλωση.

Τα κουνούπια αποτελούν εξαιρετικά ευαίσθητους δείκτες περιβαλλοντικών μεταβολών. Η αύξηση της θερμοκρασίας και οι πιο ήπιοι χειμώνες που προκαλεί η κλιματική αλλαγή έχουν επιτρέψει σε πολλά είδη να μετακινηθούν βορειότερα ή σε μεγαλύτερα υψόμετρα, εισβάλλοντας σε περιοχές όπου παλαιότερα δεν μπορούσαν να επιβιώσουν.

Ωστόσο, ο Alfredsson θεωρεί ότι η πρόσφατη ανακάλυψη δεν οφείλεται αποκλειστικά στο φαινόμενο της υπερθέρμανσης. Το συγκεκριμένο είδος, το Culiseta annulata, είναι ήδη γνωστό για την ανθεκτικότητά του στο ψύχος. «Είναι προσαρμοσμένο σε ψυχρά κλίματα και μπορεί να αντέξει μακρές, σκληρές περιόδους παγετού», εξηγεί. Αυτή η αντοχή, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να αναπαράγεται σε ποικίλα περιβάλλοντα –από στάσιμα νερά μέχρι τεχνητές δεξαμενές–, ενδέχεται να του επιτρέψει να εδραιωθεί μόνιμα στην Ισλανδία.

Μέχρι σήμερα, η απουσία κουνουπιών αποτελούσε σχεδόν εθνικό «σήμα κατατεθέν» για την Ισλανδία. Οι επιστήμονες την απέδιδαν στις ιδιαιτερότητες του τοπικού κλίματος: χαμηλές θερμοκρασίες, γρήγορη εναλλαγή εποχών και έλλειψη στάσιμων νερών όπου τα κουνούπια θα μπορούσαν να αναπαραχθούν. Το περιβάλλον του νησιού, συνδυασμός ψυχρών ρευμάτων αέρα και καθαρών, ρεόντων ποταμών, λειτουργούσε ως φυσικό αντικουνουπικό.

Αν όμως το Culiseta annulata καταφέρει να επιβιώσει και να σχηματίσει πληθυσμό, η Ισλανδία θα χάσει ένα από τα τελευταία της φυσικά «προνόμια». Το γεγονός αυτό έχει ήδη κινήσει το ενδιαφέρον διεθνών οικολογικών οργανισμών, καθώς θα μπορούσε να αποτελέσει προοίμιο για την εγκατάσταση κι άλλων ειδών εντόμων ή μικροοργανισμών που μέχρι σήμερα δεν μπορούσαν να επιβιώσουν τόσο κοντά στον Αρκτικό Κύκλο.

Για τους περισσότερους, τρία κουνούπια σε ένα απομονωμένο σημείο δεν ακούγονται ανησυχητικά. Όμως για τους βιολόγους, τέτοιες μικρές ενδείξεις είναι σημάδια μιας μεγαλύτερης ιστορίας. Τα οικοσυστήματα αλλάζουν πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούμε να παρατηρήσουμε, και κάθε νέα εμφάνιση ενός είδους σε «ανεξερεύνητη» περιοχή αποκαλύπτει τη δυναμική πίσω από αυτές τις μεταβολές.

Η Ισλανδία, που μέχρι πρότινος λειτουργούσε ως φυσικό εργαστήριο για τη μελέτη βιοτόπων χωρίς κουνούπια, ενδέχεται σύντομα να γίνει το σκηνικό ενός πειράματος σε πραγματικό χρόνο: πώς ένα νέο είδος μπορεί να εισβάλει, να προσαρμοστεί και, ενδεχομένως, να αλλάξει το τοπικό οικοσύστημα.

[source]

Loading