Για δεκαετίες, οι βήτα-αναστολείς θεωρούνταν αναπόσπαστο κομμάτι της φαρμακευτικής αγωγής μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Από την εποχή που ο Sir James Black παρουσίασε αυτήν την κατηγορία φαρμάκων στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αποτέλεσαν σταθερή αξία στη σύγχρονη καρδιολογία. Σήμερα όμως, η επιστήμη επανεξετάζει τον ρόλο τους, βάζοντας στο τραπέζι μια πιο εξατομικευμένη προσέγγιση που ενδέχεται να αλλάξει ριζικά όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα.
Η ιστορική καθιέρωση των βήτα-αναστολέων βασίστηκε σε μελέτες της δεκαετίας του ’80. Τότε, η αντιμετώπιση του εμφράγματος ήταν λιγότερο επιθετική: δεν υπήρχαν άμεσες αγγειοπλαστικές με stents, η χρήση ισχυρών στατινών ήταν περιορισμένη και οι συνδυαστικές αντιαιμοπεταλιακές θεραπείες δεν είχαν ακόμα καθιερωθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, οι βήτα-αναστολείς μείωναν τη θνητότητα κατά περίπου 23%, ποσοστό εντυπωσιακό για τα δεδομένα της εποχής.
Ωστόσο, η σύγχρονη καρδιολογία έχει προχωρήσει σε τεράστια βήματα. Οι ασθενείς με έμφραγμα αντιμετωπίζονται πλέον πολύ πιο άμεσα και αποτελεσματικά, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: εξακολουθούν οι βήτα-αναστολείς να είναι απαραίτητοι για όλους, ιδιαίτερα για όσους δεν έχουν σοβαρή βλάβη στην καρδιακή λειτουργία;
Η απάντηση φαίνεται να κρύβεται στη μέτρηση του LVEF, δηλαδή του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας. Πρόκειται για το «ποσοστό δύναμης» με το οποίο η καρδιά στέλνει αίμα στην αορτή και κατ’ επέκταση σε όλο τον οργανισμό. Έτσι, διαμορφώνονται τρία βασικά σενάρια:
- Όταν το LVEF είναι μειωμένο (≤40%), η καρδιά είναι αδύναμη και οι βήτα-αναστολείς παραμένουν σωτήριοι.
- Στο «γκρίζο» πεδίο, με LVEF μεταξύ 40% και 49%, τα δεδομένα είναι πιο περίπλοκα.
- Όταν το LVEF είναι φυσιολογικό (≥50%), αρχίζει η μεγάλη συζήτηση για το αν η αγωγή προσφέρει πραγματικό όφελος.
Η μελέτη REBOOT, που πραγματοποιήθηκε σε Ισπανία και Ιταλία με τη συμμετοχή άνω των 8.500 ασθενών, τροφοδότησε τη συζήτηση. Οι συμμετέχοντες είχαν έμφραγμα αλλά LVEF πάνω από 40%. Οι μισοί έλαβαν βήτα-αναστολείς, οι υπόλοιποι όχι. Μετά από 3,7 χρόνια παρακολούθησης, δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά: το ποσοστό εμφάνισης συμβάντων ήταν σχεδόν ίδιο και στις δύο ομάδες.
Όμως η ανάλυση ανά φύλο έφερε εκπλήξεις. Στους άνδρες δεν υπήρχε καμία διαφορά. Στις γυναίκες, αντίθετα, η λήψη βήτα-αναστολέων συνδέθηκε με 45% υψηλότερο σχετικό κίνδυνο για δυσμενή συμβάντα. Το εύρημα αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο σε γυναίκες με φυσιολογικό LVEF και σε όσες λάμβαναν υψηλότερες δόσεις. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η διαφορετική φαρμακοκινητική στις γυναίκες, όπως το χαμηλότερο σωματικό βάρος και οι ιδιαιτερότητες του μεταβολισμού, μπορεί να οδηγεί σε αυξημένες συγκεντρώσεις φαρμάκου στο αίμα και συνεπώς σε περισσότερες παρενέργειες.
Ωστόσο, η επιστήμη σπάνια είναι μονόπλευρη. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι μελέτες BETAMI και DANBLOCK στη Νορβηγία και τη Δανία, με σχεδόν 5.600 ασθενείς, κατέληξαν σε αντίθετα συμπεράσματα. Εκεί, οι βήτα-αναστολείς έδειξαν όφελος, μειώνοντας τον κίνδυνο νέου εμφράγματος και άλλων σοβαρών καρδιαγγειακών επεισοδίων. Μάλιστα, η ανάλυση ανά φύλο έδειξε ότι το όφελος φαινόταν μεγαλύτερο στις γυναίκες, σε πλήρη αντίθεση με τη REBOOT.
Για να επιλυθεί η αντίφαση, οι ερευνητές συγκέντρωσαν δεδομένα από όλες τις μεγάλες μελέτες σε μια μετα-ανάλυση, εστιάζοντας σε ασθενείς με LVEF στο όριο, δηλαδή 40%–49%. Σε αυτή την κατηγορία, το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο: οι βήτα-αναστολείς μείωναν τον κίνδυνο θανάτου, καρδιακής ανεπάρκειας ή νέου εμφράγματος κατά 25%.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πολυεπίπεδο. Για όσους έχουν σοβαρά μειωμένο LVEF, οι βήτα-αναστολείς παραμένουν αναντικατάστατοι. Για όσους βρίσκονται στη μεσαία ζώνη, φαίνεται ότι πράγματι ωφελούνται. Αλλά για τους ασθενείς με φυσιολογική καρδιακή λειτουργία, η αξία τους είναι πλέον υπό αμφισβήτηση. Και ειδικά για τις γυναίκες με διατηρημένο LVEF, οι γιατροί καλούνται να επανεξετάσουν προσεκτικά δόσεις και ενδείξεις.
Η συζήτηση αφορά εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι κανείς δεν πρέπει να διακόπτει μόνος του τη φαρμακευτική αγωγή. Οι νέες μελέτες δεν καταργούν τον ρόλο των βήτα-αναστολέων, αλλά οδηγούν προς μια πιο στοχευμένη χρήση τους. Στο μέλλον, οι κατευθυντήριες οδηγίες πιθανότατα θα προσαρμοστούν, ώστε η θεραπεία μετά από έμφραγμα να είναι όσο το δυνατόν πιο εξατομικευμένη, με βάση το προφίλ και τις ανάγκες κάθε ασθενούς.
[via]