Τρύπα του όζοντος: Το κλείσιμο οδηγεί σε 40% περισσότερη υπερθέρμανση

Η αποκατάσταση της τρύπας του όζοντος υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της διεθνούς περιβαλλοντικής πολιτικής. Η απαγόρευση των χλωροφθορανθράκων (CFCs) και των HCFCs μέσω του πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ το 1987 θεωρήθηκε σημείο καμπής, τόσο για την προστασία του στρώματος του όζοντος όσο και για την επιβράδυνση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, μια νέα μελέτη από το University of Reading δείχνει ότι η ανάκαμψη του όζοντος μπορεί να έχει μια απροσδόκητη παρενέργεια: να ενισχύσει σημαντικά την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι μέχρι το 2050 το όζον θα είναι ο δεύτερος σημαντικότερος παράγοντας που οδηγεί σε αύξηση της θερμοκρασίας μετά το διοξείδιο του άνθρακα, προκαλώντας έως και 40% περισσότερη θέρμανση από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί. Συγκεκριμένα, η μελέτη δείχνει ότι η ανάκαμψη του όζοντος μπορεί να προσθέσει 0,27 Wm⁻² στην ενεργειακή ανισορροπία της Γης, τη στιγμή που το διοξείδιο του άνθρακα εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 1,75 Wm⁻².

Η διπλή φύση του όζοντος είναι αυτή που δημιουργεί την πολυπλοκότητα. Από τη μία, το στρώμα του ψηλά στην ατμόσφαιρα λειτουργεί ως ασπίδα, απορροφώντας την επικίνδυνη υπεριώδη ακτινοβολία και προστατεύοντας ανθρώπους, ζώα και φυτά. Από την άλλη, το ίδιο αέριο δρα ως ισχυρό αέριο του θερμοκηπίου, παγιδεύοντας θερμότητα στην ατμόσφαιρα.

Ο καθηγητής Bill Collins, επικεφαλής της μελέτης, τόνισε ότι οι διεθνείς προσπάθειες για την κατάργηση των CFCs και HCFCs ήταν απολύτως σωστές και έσωσαν ουσιαστικά τη Γη από μια καταστροφική αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου του δέρματος και άλλων προβλημάτων υγείας. Όμως, όπως σημειώνει, η ανάκαμψη του όζοντος θα προκαλέσει μεγαλύτερη θέρμανση απ’ ό,τι είχε εκτιμηθεί αρχικά, μειώνοντας τα οφέλη της απαγόρευσης αυτών των αερίων για το κλίμα.

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη από τη ρύπανση κοντά στο έδαφος. Εκπομπές από οχήματα, βιομηχανίες και σταθμούς παραγωγής ενέργειας συμβάλλουν στη δημιουργία όζοντος στα χαμηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Αυτό το όζον όχι μόνο επιδεινώνει την ποιότητα του αέρα και πλήττει την ανθρώπινη υγεία, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει και την υπερθέρμανση.

Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στις 21 Αυγούστου στο περιοδικό Atmospheric Chemistry and Physics, βασίστηκε σε προσομοιώσεις που εξέτασαν την εξέλιξη της ατμόσφαιρας έως τα μέσα του αιώνα. Το σενάριο που ακολούθησαν οι επιστήμονες προέβλεπε περιορισμένη εφαρμογή μέτρων ελέγχου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αλλά σταδιακή εξάλειψη των CFCs και HCFCs, σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Μόντρεαλ. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η παύση παραγωγής αυτών των αερίων προσφέρει τελικά μικρότερο κλιματικό όφελος απ’ ό,τι είχε υπολογιστεί, καθώς η ανάκαμψη του όζοντος ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό το θετικό αποτέλεσμα.

Ακόμα και αν οι χώρες καταφέρουν να μειώσουν σημαντικά την ατμοσφαιρική ρύπανση και συνεπώς τον σχηματισμό όζοντος κοντά στο έδαφος, η ανάκαμψη του στρώματος του όζοντος στην ανώτερη ατμόσφαιρα θα συνεχιστεί τις επόμενες δεκαετίες. Η διαδικασία αυτή, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι αναπόφευκτη και θα συνοδεύεται από μια πρόσθετη επιβάρυνση στο κλίμα.

Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: η προστασία του όζοντος παραμένει ζωτικής σημασίας για την υγεία και το περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα συνεισφέρει περισσότερο απ’ όσο περιμέναμε στην υπερθέρμανση. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την αξία της διεθνούς συνεργασίας που πέτυχε το πρωτόκολλο του Μοντρεάλ, αλλά αναδεικνύει την ανάγκη προσαρμογής των κλιματικών πολιτικών ώστε να ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη επίδραση του όζοντος στη θερμοκρασία του πλανήτη.

Η έρευνα από το University of Reading έρχεται να υπενθυμίσει ότι το κλίμα είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα, όπου ακόμη και μέτρα που θεωρούνται θετικά μπορεί να έχουν μη αναμενόμενες συνέπειες. Η ανάκαμψη του όζοντος δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανακοπεί, όμως, χρειάζεται παράλληλη προσαρμογή των πολιτικών για τη μείωση άλλων αερίων του θερμοκηπίου και των ρύπων, ώστε να περιοριστεί η πρόσθετη υπερθέρμανση.

[via]

Loading