Αναψυκτικά διαίτης και διαβήτης Τύπου 2: Τι λέει μια έρευνα 14 ετών

Μια νέα εκτενής μελέτη διάρκειας 14 ετών έρχεται να ανατρέψει την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη πως τα αναψυκτικά διαίτης αποτελούν μια πιο υγιεινή επιλογή σε σχέση με τα κλασικά ζαχαρούχα ροφήματα. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η κατανάλωση μόλις ενός αναψυκτικού με τεχνητά γλυκαντικά την ημέρα συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 κατά 38%, ποσοστό που ξεπερνά κατά πολύ εκείνο των παραδοσιακών ζαχαρούχων ποτών.

Η μελέτη, που διενεργήθηκε από το Monash University με τη συνεργασία του RMIT και βασίστηκε σε δεδομένα της Melbourne Collaborative Cohort Study, είναι η πρώτη του είδους της που παρακολουθεί σε βάθος χρόνου τις επιπτώσεις τόσο των ζαχαρούχων όσο και των τεχνητά γλυκανθέντων ποτών στην υγεία. Συνολικά 36.608 άτομα, ηλικίας 40 έως 69 ετών κατά την ένταξή τους στην έρευνα, παρακολουθήθηκαν για σχεδόν 14 χρόνια.

Οι ερευνητές κατέταξαν την κατανάλωση των ποτών σε τέσσερις κατηγορίες: καθόλου ή λιγότερο από μία φορά τον μήνα, μία έως τρεις φορές μηνιαίως, μία έως έξι φορές την εβδομάδα και άνω της μίας φοράς ημερησίως. Χρησιμοποιώντας στατιστικά μοντέλα που λάμβαναν υπόψη παράγοντες όπως ο τρόπος ζωής, η παχυσαρκία και το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, ανέλυσαν τη συσχέτιση μεταξύ κατανάλωσης και εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.

Το πιο ανησυχητικό εύρημα είναι πως η καθημερινή κατανάλωση ενός μόνο ποτού με τεχνητά γλυκαντικά αύξανε τον κίνδυνο κατά 38% σε σύγκριση με όσους δεν κατανάλωναν καθόλου τέτοια ποτά. Αντίστοιχα, ο κίνδυνος για τους καταναλωτές ζαχαρούχων ποτών ήταν αυξημένος κατά 23%. Όπως εξήγησε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, καθηγήτρια Barbora de Courten, το γεγονός ότι τα αναψυκτικά διαίτης συστήνονται συχνά ως ασφαλής επιλογή για άτομα που διατρέχουν κίνδυνο για διαβήτη, καθιστά αυτά τα ευρήματα ιδιαίτερα σημαντικά.

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις της μελέτης ήταν πως όταν τα δεδομένα για τα ζαχαρούχα ποτά προσαρμόστηκαν με βάση τον Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) και την αναλογία μέσης προς ισχία, η στατιστική συσχέτιση με τον διαβήτη εξαφανίστηκε. Αυτό δείχνει ότι στην περίπτωση των ζαχαρούχων ποτών, η αύξηση βάρους είναι ο βασικός παράγοντας κινδύνου. Ωστόσο, για τα τεχνητά γλυκαντικά στα ποτά, η εικόνα ήταν διαφορετική.

Ακόμα και αφού λήφθηκε υπόψη ο BMI, ο σχετικός κίνδυνος μειώθηκε μεν –από το αρχικό 83% σε 43%– αλλά παρέμεινε σημαντικός. Όταν δε προσαρμόστηκε και με βάση την αναλογία μέσης-ισχίων, ο κίνδυνος παρέμεινε σταθερός στο 38%, υποδεικνύοντας πως άλλοι μεταβολικοί μηχανισμοί βρίσκονται πίσω από τη σύνδεση αυτή, ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η διαταραχή του μικροβιώματος του εντέρου ή αλλαγές στον μεταβολισμό της γλυκόζης είναι πιθανές αιτίες.

Αν και η μελέτη δεν απομόνωσε συγκεκριμένα είδη γλυκαντικών, τα πιο πιθανά είναι η ασπαρτάμη, η σακχαρίνη και η σουκραλόζη. Καθένα από αυτά απορροφάται ή μεταβολίζεται διαφορετικά από τον οργανισμό, γεγονός που ενδέχεται να επηρεάζει τις μεταβολικές λειτουργίες με ιδιαίτερους τρόπους.

Τα ευρήματα έρχονται να ενισχύσουν έναν αυξανόμενο όγκο ερευνών που συνδέουν τα τεχνητά γλυκαντικά με τον διαβήτη τύπου 2. Για παράδειγμα, μια μελέτη του 2023 είχε εντοπίσει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη σε άτομα που κατανάλωναν τέτοια πρόσθετα. Μια μετα-ανάλυση του 2024, ωστόσο, κατέληξε πως η σχέση δεν έχει ακόμη κατανοηθεί πλήρως.

Παλαιότερα πειράματα έχουν δείξει πως η ασπαρτάμη μπορεί να προκαλέσει εκκρίσεις ινσουλίνης παρόμοιες με αυτές της ζάχαρης, ενώ η σακχαρίνη και η σουκραλόζη έχουν συσχετιστεί με αλλαγές στη μικροχλωρίδα του εντέρου και μείωση της ανοχής στη γλυκόζη μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες.

Μια ακόμα θεωρία προτείνει ότι η συνεχής έκθεση σε έντονα γλυκιά γεύση, ακόμη κι όταν δεν περιέχει θερμίδες, μπορεί να επηρεάζει τη ρύθμιση της όρεξης, την ευαισθησία στην ινσουλίνη και γενικότερα την μεταβολική ισορροπία. Η ψευδαίσθηση γλυκύτητας ενδέχεται να μπερδεύει το σώμα, προκαλώντας δυσλειτουργίες ακόμη και χωρίς την παρουσία πραγματικής ζάχαρης.

Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, τα αποτελέσματα αυτά ενισχύουν το επιχείρημα ότι τα τεχνητά γλυκαντικά δεν είναι απαραίτητα ασφαλέστερα από τη ζάχαρη και θα πρέπει να εξετάζονται με αυστηρότερο ρυθμιστικό πρίσμα. Όπως δήλωσε η de Courten, «στηρίζουμε μέτρα όπως η φορολόγηση των ζαχαρούχων ποτών, όμως η έρευνά μας δείχνει ότι πρέπει να δοθεί προσοχή και στα τεχνητά γλυκανθέντα προϊόντα. Συχνά προωθούνται ως πιο υγιεινές επιλογές, αλλά φαίνεται να φέρουν δικούς τους κινδύνους. Οι μελλοντικές πολιτικές πρέπει να υιοθετήσουν μια ευρύτερη προσέγγιση περιορισμού της κατανάλωσης όλων των μη θρεπτικών ροφημάτων».

[via]

Loading