Μια πρωτοποριακή ανακάλυψη έρχεται από τη Βελγική ερευνητική ομάδα του VIB-UGent Center for Medical Biotechnology, που ενδεχομένως αλλάζει τους κανόνες στην καταπολέμηση των κορονοϊών, συμπεριλαμβανομένου και του SARS-CoV-2, γνωστού ως COVID-19. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ένα νέο είδος αντισωμάτων που προέρχονται από λάμα και έχουν τη δυνατότητα να εξουδετερώνουν με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα μια μεγάλη ποικιλία στελεχών του ιού, ακόμη και μελλοντικές παραλλαγές που ενδέχεται να εμφανιστούν.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications, παρουσιάζει μια νέα κατηγορία μονοκλωνικών αντισωμάτων, τα οποία εντοπίζουν και δεσμεύουν ένα κρίσιμο και σταθερό σημείο στη βάση της πρωτεΐνης-ακίδας του ιού. Η δέσμευση αυτή λειτουργεί ως ένα μοριακό “μανταλάκι” που κλειδώνει την πρωτεΐνη σε ανενεργή μορφή, καθιστώντας τον ιό ανίκανο να εισέλθει στα ανθρώπινα κύτταρα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτό το συγκεκριμένο τμήμα της πρωτεΐνης διατηρείται σταθερό ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές κορονοϊών, γεγονός που το καθιστά ιδανικό στόχο για ευρείας κλίμακας θεραπευτικές εφαρμογές.
Στην καρδιά της έρευνας βρίσκεται ένα λάμα με το όνομα Winter, του οποίου το ανοσοποιητικό σύστημα παρείχε τις απαραίτητες βάσεις για την ανάπτυξη αυτών των νανοσωματιδίων, γνωστών και ως VHHs. Τα αντισώματα που παράγουν τα λάμα είναι σημαντικά μικρότερα από τα ανθρώπινα, γεγονός που τους επιτρέπει να διεισδύουν σε περιοχές του ιού που είναι λιγότερο προσβάσιμες. Μέσα από ένα εκτενές φιλτράρισμα, οι ερευνητές ταυτοποίησαν πολλά τέτοια αντισώματα που εμφάνισαν εξαιρετική ικανότητα να εξουδετερώνουν έναν ευρύ φάσμα κορονοϊών, περιλαμβανομένων του SARS-CoV-1 και παλαιότερων αλλά και πρόσφατων παραλλαγών του SARS-CoV-2.
Το πιο σημαντικό στοιχείο της ανακάλυψης είναι ο τρόπος με τον οποίο δρουν αυτά τα αντισώματα. Δεν στοχεύουν τα μεταλλασσόμενα μέρη της ακίδας, όπως κάνει η πλειονότητα των σημερινών θεραπειών που επικεντρώνονται στον υποδοχέα που δεσμεύεται με τα ανθρώπινα κύτταρα. Αντίθετα, στρέφονται στο «κεντρικό εργοστάσιο» του ιού, την υπομονάδα S2 της πρωτεΐνης-ακίδας, η οποία είναι καθοριστική για τη συγχώνευση του ιού με τα κύτταρα του οργανισμού και παρουσιάζει εντυπωσιακή σταθερότητα ανάμεσα στα διάφορα στελέχη.
Ο Dr. Bert Schepens εξηγεί ότι αυτός ο στόχος είναι τόσο θεμελιώδης για τον ιό, ώστε οποιαδήποτε προσπάθεια να τον μεταλλάξει για να αποφύγει το αντίσωμα καταλήγει σε σοβαρή αποδυνάμωση της ικανότητάς του να μολύνει. «Αυτό μας δίνει ένα σπάνιο πλεονέκτημα: ένα σημείο που είναι ταυτόχρονα κρίσιμο και δύσκολο να μεταλλαχθεί», σημειώνει ο ίδιος. Η ομάδα διαπίστωσε ότι ακόμη και όταν ο ιός πιέστηκε εργαστηριακά για να εξελιχθεί και να αντισταθεί στη δράση των αντισωμάτων, απέτυχε να το κάνει αποτελεσματικά, δημιουργώντας μόνο σπάνιες παραλλαγές με μειωμένη μολυσματικότητα.
Οι δοκιμές σε ζωικά μοντέλα απέδειξαν ότι ακόμη και χαμηλές δόσεις των συγκεκριμένων αντισωμάτων παρέχουν ισχυρή προστασία έναντι της μόλυνσης. Επιπλέον, η δυσκολία του ιού να αναπτύξει αντοχή απέναντι τους ενισχύει την άποψη ότι πρόκειται για μια στρατηγική με μεγάλο θεραπευτικό μέλλον.
Ο επικεφαλής της έρευνας, Prof. Xavier Saelens, υπογραμμίζει τη σημασία αυτής της προσέγγισης, τονίζοντας ότι προσφέρει «ισχυρή βάση για την ανάπτυξη επόμενης γενιάς αντισωμάτων που θα μπορούσαν να αποδειχθούν κρίσιμα τόσο στην αντιμετώπιση των σημερινών κορονοϊών όσο και ενδεχόμενων νέων απειλών στο μέλλον». Η ευρεία δράση τους, η ισχυρή αποτελεσματικότητα και το υψηλό εμπόδιο στην ανάπτυξη ανθεκτικότητας, καθιστούν τα εν λόγω αντισώματα μια από τις πιο ελπιδοφόρες κατευθύνσεις στην παγκόσμια έρευνα για θεραπευτικές λύσεις κατά των ιών της οικογένειας SARS.
Η συγκεκριμένη μελέτη έρχεται σε μια χρονική στιγμή όπου η εξέλιξη του COVID-19 συνεχίζει να προκαλεί αβεβαιότητα. Νέες παραλλαγές του ιού εμφανίζονται διαρκώς, πολλές εκ των οποίων δείχνουν ανθεκτικότητα στις υπάρχουσες θεραπείες και εμβόλια. Οι παραδοσιακές στρατηγικές, που στηρίζονται σε στοχευμένα αντισώματα έναντι μεταλλασσόμενων τμημάτων του ιού, χάνουν σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους.
Η ερευνητική προσέγγιση της ομάδας Saelens και Schepens δεν επιχειρεί να ακολουθήσει την εξέλιξη του ιού αλλά να την προλάβει, στοχεύοντας το πιο σταθερό του σημείο. Πρόκειται για μια προσέγγιση που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για πιο ανθεκτικές και διαχρονικές θεραπείες, ενισχύοντας τη φαρμακευτική «άμυνα» της ανθρωπότητας έναντι μελλοντικών πανδημιών.
Αν η εξέλιξη αυτών των αντισωμάτων περάσει με επιτυχία τα στάδια κλινικών δοκιμών, τότε ενδέχεται να ανοίξει ο δρόμος για μια νέα γενιά φαρμάκων που δεν θα χρειάζεται να επανασχεδιάζεται κάθε φορά που εμφανίζεται ένα νέο στέλεχος, αλλά θα είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει το απρόβλεπτο με σταθερότητα, ακρίβεια και ισχύ.
[via]