Μια πρωτοποριακή προσέγγιση στον τομέα της ανοσοποίησης φέρνει τα πάνω-κάτω στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα εμβόλια: ερευνητές από το North Carolina State University ανακάλυψαν ότι το οδοντικό νήμα – ναι, το ίδιο που χρησιμοποιούμε για την υγιεινή των δοντιών – μπορεί να αξιοποιηθεί για τη χορήγηση εμβολίων, ενεργοποιώντας ισχυρή ανοσολογική απόκριση εκεί ακριβώς όπου εισβάλλουν συχνότερα παθογόνα: στο στόμα, τη ρινική κοιλότητα και τους πνεύμονες.
Η βασική ιδέα προέρχεται από έναν ιδιαίτερο ιστό στην στοματική κοιλότητα, γνωστό ως συνδετικό επιθήλιο, δηλαδή την ένωση μεταξύ των δοντιών και των ούλων. Πρόκειται για μια πολύ πιο διαπερατή βλεννογόνο επιφάνεια σε σύγκριση με άλλους προστατευτικούς επιθηλιακούς ιστούς του σώματος, η οποία όχι μόνο επιτρέπει την είσοδο ουσιών αλλά και απελευθερώνει ανοσοκύτταρα που καταπολεμούν βακτήρια. Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτή η μοναδική δομή καθιστά την περιοχή ιδανική για την απορρόφηση εμβολίων και τη διέγερση τόσο τοπικής όσο και συστημικής ανοσίας.
Η ερευνητική ομάδα, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Harvinder Singh Gill, αξιοποίησε πειραματικά οδοντικό νήμα για να εφαρμόσει εμβόλιο γρίπης σε ποντίκια. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η τεχνική αυτή προκάλεσε παραγωγή αντισωμάτων όχι μόνο στο αίμα, αλλά και στις βλεννογόνες επιφάνειες του σώματος – συμπεριλαμβανομένων των πνευμόνων και της ρινικής κοιλότητας – σε επίπεδο συγκρίσιμο ή και ανώτερο από υπάρχουσες στοματικές μεθόδους, και σχεδόν ισοδύναμο με τα ρινικά σπρέι.
«Οι βλεννογόνες είναι ζωτικής σημασίας για την άμυνα έναντι αναπνευστικών ιών όπως η γρίπη και ο COVID-19», εξηγεί ο Gill. «Όταν ένα εμβόλιο χορηγείται ενδομυϊκά, τα περισσότερα αντισώματα εμφανίζονται στο αίμα και όχι στις επιφάνειες από τις οποίες εισέρχονται οι ιοί. Όμως, όταν το εμβόλιο φτάνει απευθείας στις βλεννογόνες, η ανοσολογική άμυνα ενισχύεται ακριβώς στο σημείο της εισόδου των παθογόνων.»
Ο Rohan Ingrole, πρώτος συγγραφέας της μελέτης και πρώην υποψήφιος διδάκτορας στο Texas Tech University, επισημαίνει πως η χορήγηση μέσω του συνδετικού επιθηλίου παρήγαγε ισχυρότερη ανοσία από την πιο συνηθισμένη στοματική μέθοδο, η οποία βασίζεται στην τοποθέτηση του εμβολίου κάτω από τη γλώσσα. Παράλληλα, προσέφερε προστασία εφάμιλλη της ρινικής χορήγησης, αλλά χωρίς τον κίνδυνο να φτάσει το εμβόλιο στον εγκέφαλο, κάτι που αποτελεί σημαντικό περιορισμό για τα ρινικά σπρέι.
Η ομάδα εξέτασε την αποτελεσματικότητα της μεθόδου σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες εμβολίων: πρωτεϊνικά, με ανενεργό ιό και mRNA. Και στις τρεις περιπτώσεις, παρατηρήθηκε ισχυρή ανοσολογική απόκριση τόσο στο αίμα όσο και στις βλεννογόνες επιφάνειες. Αξιοσημείωτο ήταν επίσης ότι η λήψη τροφής ή νερού αμέσως μετά την εφαρμογή του εμβολίου δεν επηρέαζε την απόδοση της ανοσίας – τουλάχιστον στο πειραματικό μοντέλο.
Πρακτικά, βέβαια, δεν είναι ρεαλιστικό να ζητηθεί από τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν εμβολιασμένο οδοντικό νήμα στα χέρια τους. Για τον λόγο αυτό, οι ερευνητές δοκίμασαν μια πιο εύχρηστη λύση: τοποθέτησαν εμβόλιο (ή, στο πλαίσιο των δοκιμών, χρωστική τροφίμων) σε μικρές συσκευές με νήμα τεντωμένο σε δύο άκρα που κρατιούνται από μια λαβή. Σε δοκιμή με 27 εθελοντές, διαπιστώθηκε ότι περίπου το 60% της χρωστικής κατέληξε επιτυχώς στον στόχο – την ουλοδοντική σχισμή – γεγονός που αποδεικνύει την πρακτικότητα του εγχειρήματος.
«Το επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι οι κλινικές δοκιμές», λέει ο Gill, προσθέτοντας πως η νέα τεχνική όχι μόνο αποφεύγει τις βελόνες, αλλά ενδέχεται να κοστίζει το ίδιο ή και λιγότερο από τις υπάρχουσες μεθόδους εμβολιασμού.
Ωστόσο, υπάρχουν και περιορισμοί. Η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μικρά παιδιά που δεν έχουν ακόμη δόντια, ενώ ενδέχεται να είναι αναποτελεσματική ή και επικίνδυνη σε άτομα με σοβαρές ουλικές παθήσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι προοπτικές είναι εντυπωσιακές.
[via]