Ένα νέο laser υπόσχεται να σταματήσει την τύφλωση πριν καν ξεκινήσει

Ένα νέο, μη επεμβατικό laser που «ξυπνά» τους φυσικούς μηχανισμούς αυτοΐασης του ματιού μπορεί να αποτελέσει τη μεγαλύτερη ελπίδα μέχρι σήμερα για την πρόληψη της τύφλωσης που προκαλεί η εκφύλιση ωχράς κηλίδας. Μια ερευνητική ομάδα από το Aalto University στη Φινλανδία ανέπτυξε μια καινοτόμα θεραπεία που χρησιμοποιεί ήπια θερμότητα για να επιβραδύνει ή ακόμη και να σταματήσει την πορεία της ξηρής μορφής της πάθησης, η οποία είναι υπεύθυνη για τη σταδιακή απώλεια της κεντρικής όρασης εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως.

Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (AMD) είναι μία από τις πιο συχνές αιτίες σοβαρής απώλειας όρασης στους ηλικιωμένους. Ένας στους τρεις ανθρώπους άνω των 80 ετών παρουσιάζει κάποια μορφή της πάθησης, ενώ μόνο στις ΗΠΑ, περισσότερα από 20 εκατομμύρια άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών ζουν με AMD. Το 90% αυτών πάσχει από τη «ξηρή» μορφή, η οποία εξελίσσεται αργά, αλλά σταθερά, προκαλώντας σταδιακή δυσκολία στο να βλέπει κανείς καθαρά ό,τι βρίσκεται ακριβώς μπροστά του.

Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει διαθέσιμη θεραπεία που να σταματά την εξέλιξη της ξηρής AMD. Εδώ ακριβώς έρχεται η ομάδα του καθηγητή Ari Koskelainen από το Aalto University, η οποία προτείνει μια ριζοσπαστική ιδέα: να ενισχυθούν οι φυσικές άμυνες των κυττάρων του αμφιβληστροειδούς μέσω ελεγχόμενης, ήπιας θέρμανσης.

«Καθώς μεγαλώνουμε, οι μηχανισμοί προστασίας των κυττάρων εξασθενούν, αφήνοντας το πίσω μέρος του ματιού εκτεθειμένο στο οξειδωτικό στρες», εξηγεί ο Koskelainen. Οι ελεύθερες ρίζες οξυγόνου βλάπτουν τις πρωτεΐνες, προκαλώντας αλλοίωση της δομής τους. Αυτές οι δυσλειτουργικές πρωτεΐνες συσσωρεύονται και δημιουργούν λιπαρές αποθέσεις, το βασικό διαγνωστικό σημάδι της ξηρής μορφής AMD.

Η νέα θεραπεία στοχεύει ακριβώς εκεί: με τη χρήση ενός ειδικά σχεδιασμένου laser, το μάτι θερμαίνεται με εξαιρετική ακρίβεια λίγους μόνο βαθμούς πάνω από τη φυσιολογική του θερμοκρασία. Η τεχνική βασίζεται στο υπέρυθρο φως, που μπορεί να διεισδύσει βαθιά χωρίς να προκαλέσει βλάβες. Η δυσκολία είναι ο έλεγχος της θερμοκρασίας σε πραγματικό χρόνο, κάτι που η ομάδα του Aalto κατάφερε να λύσει με ένα σύστημα συνεχούς θερμικής παρακολούθησης, ώστε να μην υπερβαίνει ποτέ τους 45°C, το όριο πέρα από το οποίο ο ιστός κινδυνεύει.

Το μυστικό βρίσκεται στο πώς τα κύτταρα αντιδρούν στη θερμότητα. Όταν οι πρωτεΐνες αρχίζουν να δυσλειτουργούν, ενεργοποιούνται ειδικές «πρωτεΐνες θερμικού σοκ» (heat shock proteins). Αυτές λειτουργούν σαν «επισκευαστές», βοηθώντας να επανέλθουν οι κατεστραμμένες πρωτεΐνες στη σωστή μορφή τους. Αν αυτό αποτύχει, τα κύτταρα προχωρούν σε ανακύκλωση των άχρηστων μορίων, μετατρέποντάς τα ξανά σε δομικά συστατικά.

Αν η ζημιά είναι εκτεταμένη, αναλαμβάνει μια άλλη διαδικασία, γνωστή ως αυτοφαγία, ένας μηχανισμός που περιγράφηκε λεπτομερώς από τον νομπελίστα Yoshinori Ohsumi το 2016. Εκεί, τα προβληματικά συσσωματώματα «παγιδεύονται» μέσα σε μια μεμβράνη, η οποία σηματοδοτεί στα ένζυμα του κυττάρου να τα διασπάσουν και να τα απομακρύνουν.

«Δείξαμε ότι μπορούμε να ενεργοποιήσουμε και τις δύο αυτές διαδικασίες, τόσο την παραγωγή των heat shock proteins όσο και την αυτοφαγία, χρησιμοποιώντας θερμικά ερεθίσματα», εξηγεί ο Koskelainen. «Με απλά λόγια, είναι σαν να ενεργοποιούμε το σύστημα αποκομιδής απορριμμάτων του ίδιου του ματιού».

Τα πρώτα αποτελέσματα από δοκιμές σε πειραματόζωα (σε ποντίκια και χοίρους) είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Η επόμενη φάση περιλαμβάνει κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους, οι οποίες πρόκειται να ξεκινήσουν στη Φινλανδία την άνοιξη του 2026. Το πρώτο στάδιο θα επικεντρωθεί στην ασφάλεια της μεθόδου, ενώ στη συνέχεια θα εξεταστεί πόσο συχνά πρέπει να επαναλαμβάνεται η θεραπεία για να διατηρούνται τα αποτελέσματα.

«Η επίδραση του θερμικού ερεθίσματος μειώνεται μετά από μερικές ημέρες, οπότε η θεραπεία θα πρέπει να επαναλαμβάνεται περιοδικά», διευκρινίζει ο Koskelainen.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Nature Communications στα τέλη Οκτωβρίου, ενώ η ερευνητική ομάδα ίδρυσε ήδη μια spin-off εταιρεία με την ονομασία Maculaser, με στόχο να μεταφέρει την τεχνολογία από το εργαστήριο στην κλινική πράξη.

Αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, ο Koskelainen εκτιμά ότι η θεραπεία θα μπορούσε να φτάσει στα νοσοκομειακά οφθαλμολογικά τμήματα μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Μακροπρόθεσμα, ο στόχος είναι να γίνει μια απλή, γρήγορη διαδικασία που θα μπορεί να πραγματοποιείται και σε ιδιωτικά ιατρεία.

[source]

Loading