Η άνοια και ειδικά η νόσος Alzheimer αυξάνονται με ανησυχητικούς ρυθμούς παγκοσμίως, δημιουργώντας τεράστια πίεση στα συστήματα υγείας και στις κοινωνίες. Όμως, σύμφωνα με νέα ανάλυση ερευνητών του Charles E. Schmidt College of Medicine στο Florida Atlantic University, η πρόληψη μπορεί να είναι το πιο ισχυρό όπλο. Και η πρόληψη αυτή δεν κρύβεται σε κάποια καινούργια φαρμακευτική θεραπεία, αλλά σε αλλαγές της καθημερινής μας ζωής.
Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι, ενώ από το 2000 οι θάνατοι από καρδιαγγειακές παθήσεις έχουν μειωθεί σημαντικά, εκείνοι από Alzheimer έχουν αυξηθεί κατά περισσότερο από 140%. Ταυτόχρονα, εκτιμάται ότι έως και το 45% του κινδύνου για εμφάνιση άνοιας μπορεί να σχετίζεται με τροποποιήσιμους παράγοντες του τρόπου ζωής και του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, σχεδόν οι μισές περιπτώσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να προληφθούν με πιο υγιεινές επιλογές.
Στους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται η σωματική αδράνεια, η κακή διατροφή, η παχυσαρκία, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, αλλά και παθήσεις όπως η υπέρταση, ο διαβήτης, η κατάθλιψη, καθώς και η κοινωνική ή πνευματική απομόνωση. Οι ερευνητές τονίζουν ότι οι ίδιες αλλαγές στον τρόπο ζωής που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στη μείωση του κινδύνου για καρδιοπάθειες ή καρκίνο μπορούν να λειτουργήσουν προστατευτικά και για τον εγκέφαλο – μάλιστα με αθροιστικά οφέλη όταν εφαρμόζονται ταυτόχρονα.
Σημαντική βάση σε αυτό το σκεπτικό έδωσαν πρόσφατες κλινικές δοκιμές. Η μελέτη POINTER, η πρώτη μεγάλης κλίμακας τυχαιοποιημένη έρευνα στις ΗΠΑ που εξέτασε αν οι εντατικές παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής μπορούν να βελτιώσουν τη γνωστική λειτουργία ηλικιωμένων με αυξημένο κίνδυνο άνοιας, έδειξε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι συμμετέχοντες που ακολούθησαν ένα οργανωμένο πρόγραμμα με επίβλεψη ειδικών και ομαδική υποστήριξη εμφάνισαν σημαντική βελτίωση σε κρίσιμες πνευματικές λειτουργίες, όπως η μνήμη, η προσοχή, ο σχεδιασμός και η λήψη αποφάσεων.
Το πρόγραμμα αυτό περιλάμβανε τακτική σωματική δραστηριότητα, διατροφή βασισμένη σε πρότυπα όπως η Μεσογειακή και η DASH δίαιτα, πνευματική εξάσκηση και κοινωνική αλληλεπίδραση. Παρόμοια ευρήματα είχαν καταγραφεί και στη Φινλανδία μέσα από τη μελέτη FINGER, όπου η πολυπαραγοντική παρέμβαση σε άτομα με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο οδήγησε σε καλύτερες γνωστικές επιδόσεις.
Οι ερευνητές επιχειρούν να εξηγήσουν και τους βιολογικούς μηχανισμούς πίσω από αυτά τα αποτελέσματα. Η άσκηση αυξάνει τον νευροτροφικό παράγοντα BDNF, που ενισχύει την ανάπτυξη του ιππόκαμπου, της περιοχής του εγκεφάλου που σχετίζεται με τη μνήμη. Παράλληλα βελτιώνει την αιμάτωση και μειώνει τη φλεγμονή. Οι υγιεινές διατροφικές συνήθειες περιορίζουν το οξειδωτικό στρες, βελτιώνουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη και μειώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η διακοπή του καπνίσματος συμβάλλει στη διατήρηση της δομής του εγκεφάλου, ενώ η κοινωνική και πνευματική δραστηριότητα ενισχύει τη νευροπλαστικότητα και την ψυχική ανθεκτικότητα.
Η σημασία αυτών των ευρημάτων είναι τεράστια για την κλινική πράξη αλλά και για τις πολιτικές δημόσιας υγείας. Όπως επισημαίνει η Parvathi Perumareddi, αναπληρώτρια καθηγήτρια οικογενειακής ιατρικής στο Schmidt College of Medicine, οι γιατροί πλέον έχουν στα χέρια τους ισχυρά εργαλεία πρόληψης που δεν στηρίζονται σε φάρμακα, έχουν χαμηλό ρίσκο και είναι οικονομικά προσιτά. Δημόσιοι οργανισμοί υγείας θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το μοντέλο των μελετών POINTER και FINGER για να δημιουργήσουν προγράμματα προστασίας της εγκεφαλικής υγείας σε επίπεδο κοινότητας.
Οι οικονομικές διαστάσεις είναι επίσης καθοριστικές. Τα νέα φάρμακα για την άνοια είναι ιδιαίτερα ακριβά, με περιορισμένη αποτελεσματικότητα και όχι σπάνια με παρενέργειες, από πονοκέφαλο και ναυτία μέχρι πιο σοβαρές επιπλοκές. Αντίθετα, μοντέλα δείχνουν ότι η μείωση βασικών παραγόντων κινδύνου ακόμη και κατά 10% ή 20% ανά δεκαετία θα μπορούσε να περιορίσει το βάρος της γνωστικής έκπτωσης έως και κατά 15%.
Η κοινωνική διάσταση της άνοιας δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το 2024, σχεδόν 12 εκατομμύρια συγγενείς και εθελοντές παρείχαν πάνω από 19 δισεκατομμύρια ώρες φροντίδας σε άτομα με άνοια στις ΗΠΑ, με εκτιμώμενο οικονομικό κόστος άνω των 413 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Πέρα από τα χρήματα, η ψυχολογική επιβάρυνση είναι τεράστια, οδηγώντας συχνά σε κατάθλιψη και εξουθένωση των φροντιστών. Οι ερευνητές τονίζουν ότι οι πρακτικές λύσεις σε επίπεδο κοινότητας μπορούν να μειώσουν αυτό το βάρος τόσο για τις οικογένειες όσο και για την οικονομία.
Όπως συνοψίζει ο Charles H. Hennekens, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, «η συνολική εικόνα δείχνει ξεκάθαρα τον δρόμο: επενδύστε σε στρατηγικές πρόληψης που βασίζονται στον τρόπο ζωής». Μια τέτοια προσέγγιση όχι μόνο θα ωφελήσει όσους κινδυνεύουν, αλλά και θα λειτουργήσει ως ένα ισχυρό εργαλείο για τη μείωση του τεράστιου κόστους που συνεπάγεται η άνοια σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
[via]