Ο καρκίνος του παχέος εντέρου εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις πιο σοβαρές απειλές για τη δημόσια υγεία, παρά τη μείωση της συχνότητάς του χάρη στη συστηματική χρήση κολονοσκόπησης ως προληπτικού ελέγχου. Σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένει ο τρίτος πιο συχνός καρκίνος και η δεύτερη αιτία θανάτου από κακοήθειες. Νέα έρευνα από το Vanderbilt University Medical Center (VUMC) έρχεται να αναδείξει έναν πιθανό σύμμαχο στην πρόληψή του: τα συμπληρώματα μαγνησίου.
Η σύνδεση μαγνησίου και βιταμίνης D
Το μαγνήσιο είναι ήδη γνωστό ότι επηρεάζει τη μεταβολή της βιταμίνης D. Προηγούμενη μελέτη της ίδιας ομάδας είχε δείξει ότι η χορήγηση μαγνησίου μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα, ιδίως όταν αυτά είναι χαμηλά. Στη νέα κλινική δοκιμή, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το μαγνήσιο ενισχύει και τα βακτήρια του εντέρου που συνθέτουν βιταμίνη D χωρίς την ανάγκη ηλιακής ακτινοβολίας, συμβάλλοντας έτσι τοπικά στην αναστολή της ανάπτυξης καρκινικών κυττάρων στο παχύ έντερο.
Η κλινική δοκιμή
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 240 συμμετέχοντες με ιστορικό πολυπόδων στο έντερο, μια κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία ώστε για 12 εβδομάδες να λάβουν είτε εξατομικευμένα συμπληρώματα μαγνησίου είτε placebo. Η δόση καθοριζόταν με βάση την αναλογία πρόσληψης ασβεστίου-μαγνησίου, η οποία θεωρείται ιδανικά 2 προς 1.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης συλλέχθηκαν δείγματα κοπράνων, ιστών από το ορθό, αιματολογικά δεδομένα και επιχρίσματα. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε σε δύο βακτήρια: το Carnobacterium maltaromaticum και το Faecalibacterium prausnitzii. Σε πειράματα με ποντίκια, αυτά τα μικρόβια είχαν συνδεθεί με την παραγωγή βιταμίνης D στο έντερο και με μειωμένη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου.
Ο ρόλος των γονιδίων
Κρίσιμο στοιχείο της μελέτης ήταν η εξέταση του γονιδίου TRPM7, που λειτουργεί σαν «πύλη» του μαγνησίου στα κύτταρα. Ένα συγκεκριμένο γενετικό χαρακτηριστικό, γνωστό ως missense variant, τροποποιεί την πρωτεΐνη που παράγεται από το γονίδιο αυτό. Στην περίπτωση του TRPM7, η μετάλλαξη αλλάζει ένα αμινοξύ στη θέση 1482, με αποτέλεσμα η «πύλη» να μην λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι δεν έφεραν τη συγκεκριμένη παραλλαγή ανταποκρίθηκαν θετικά στη συμπληρωματική χορήγηση μαγνησίου, εμφανίζοντας αύξηση των C. maltaromaticum και F. prausnitzii. Το όφελος ήταν πιο έντονο στις γυναίκες, κάτι που οι ερευνητές αποδίδουν πιθανώς στην επίδραση ορμονών όπως τα οιστρογόνα. Αντίθετα, σε όσους διέθεταν το TRPM7 missense variant, το μαγνήσιο είχε συχνά αντίθετα αποτελέσματα, μειώνοντας την παρουσία των συγκεκριμένων βακτηρίων.
Διαβάστε επίσης
Από τα βακτήρια στους πολύποδες
Οι κολονοσκοπήσεις παρακολούθησης έδειξαν ότι υψηλά επίπεδα F. prausnitzii σχετίζονταν με περίπου τριπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης νέων πολυπόδων σε σύγκριση με χαμηλά επίπεδα. Η συσχέτιση αυτή ήταν στατιστικά σημαντική, αν και χρειάζεται περαιτέρω επιβεβαίωση. Από την άλλη, αυξημένη παρουσία C. maltaromaticum συνδεόταν με 85% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης οδοντωτών πολυπόδων, οι οποίοι αν και σπανιότεροι, θεωρούνται πιο επικίνδυνοι για καρκινική εξέλιξη. Ωστόσο, αυτό το αποτέλεσμα θεωρήθηκε «οριακά σημαντικό» και δεν αρκεί για ασφαλή συμπεράσματα.
Στα δείγματα κοπράνων δεν βρέθηκε σαφής ή σταθερή σχέση ανάμεσα στα βακτήρια και στον κίνδυνο ανάπτυξης πολυπόδων, γεγονός που δείχνει πόσο περίπλοκη είναι η αλληλεπίδραση μικροβιώματος και καρκίνου.
Περιορισμοί της μελέτης
Παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, οι επιστήμονες τονίζουν τα όρια της έρευνας. Η αύξηση του F. prausnitzii έχασε τη στατιστική της ισχύ όταν εφαρμόστηκαν αυστηρότερες αναλύσεις. Δεν έγινε διάκριση μεταξύ διαφορετικών στελεχών βακτηρίων, ενώ οι αλλαγές μετρήθηκαν σε ποσοστά και όχι σε απόλυτους αριθμούς. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες ήταν κυρίως ηλικιωμένοι λευκοί από το Τενεσί των ΗΠΑ, κάτι που περιορίζει τη γενίκευση των συμπερασμάτων. Τέλος, η διάρκεια της δοκιμής ήταν μόλις 12 εβδομάδες, γεγονός που δεν επιτρέπει ασφαλή εκτίμηση των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων.
Προς μια εξατομικευμένη διατροφή
Παρά τους περιορισμούς, τα ευρήματα δείχνουν ότι το μαγνήσιο μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά έναντι του καρκίνου του παχέος εντέρου, ιδιαίτερα σε γυναίκες και σε άτομα χωρίς το συγκεκριμένο γονιδιακό χαρακτηριστικό. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για την ανάπτυξη στρατηγικών «ακριβούς διατροφής», όπου οι γονιδιακές εξετάσεις θα μπορούσαν να καθορίζουν ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από τη λήψη συμπληρωμάτων.
Ωστόσο, οι ειδικοί ξεκαθαρίζουν ότι χρειάζονται περισσότερες, μεγαλύτερες και πιο μακροχρόνιες μελέτες πριν τα συμπληρώματα μαγνησίου μπορέσουν να συστηθούν επίσημα ως μέσο πρόληψης. Για την ώρα, η έρευνα αυτή αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο βήμα προς την κατανόηση του πώς το μαγνήσιο και το μικροβίωμα μπορούν να συνεργαστούν για την υγεία του εντέρου.
[via]