NanoCluster: Ένας «υπερυπολογιστής» σε μέγεθος... αναψυκτικού

Σε μια εποχή όπου οι υπολογιστές υψηλών επιδόσεων συνήθως παραπέμπουν σε τεράστιες εγκαταστάσεις με πολύπλοκα συστήματα ψύξης και ενεργειακές απαιτήσεις που θυμίζουν μικρούς υποσταθμούς, μια νέα πρόταση από την Sipeed έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα. Το NanoCluster είναι ένα υπερ-συμπαγές σύστημα, με μέγεθος κοντά σε ένα κουτάκι αναψυκτικού, το οποίο συγκεντρώνει 28 πυρήνες CPU και πάνω από 100GB μνήμης RAM. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική επανεξέταση της έννοιας του "supercomputer" σε κλίμακα καταναλωτή.

Η αρχιτεκτονική του NanoCluster βασίζεται σε έως επτά Raspberry Pi Compute Modules (CM4 ή CM5), τα οποία ενσωματώνονται μέσω ειδικών καρτών τύπου M.2. Κάθε μονάδα υπολογισμού προσφέρει έως 16GB RAM και έναν τετραπύρηνο επεξεργαστή, ενώ συνδυαστικά, το σύστημα μπορεί να φτάσει θεωρητικά τα 112 gigaflops υπολογιστικής ισχύος. Για να γίνει αντιληπτή η δύναμη αυτής της μικρής συσκευής, η απόδοσή της σε συγκεκριμένα παράλληλα σενάρια εργασίας ξεπερνά εκείνη ενός βασικού MacBook Air με chip M2.

Η παροχή ενέργειας πραγματοποιείται είτε μέσω USB-C με φορτιστή GaN στα 65W είτε μέσω τεχνολογίας PoE++ με απόδοση έως 60W. Ωστόσο, η λεπτή ισορροπία μεταξύ ενεργειακής κατανάλωσης και θερμικής απόδοσης αποτελεί πρόκληση. Σε καταστάσεις υψηλού φόρτου, όπως η εντολή stress-ng –matrix 0 σε πολλαπλές μονάδες, οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 85°C και ο ανεμιστήρας αγγίζει επίπεδα θορύβου της τάξης των 58 dB. Το σύστημα ανταποκρίνεται, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αθόρυβο.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του NanoCluster είναι η ενσωμάτωση ενός διαχειριζόμενου RISC-V switch, το οποίο βρίσκεται κάτω από την κύρια πλακέτα. Υποστηρίζει δυνατότητες VLAN, διαχείριση θυρών και απομακρυσμένη πρόσβαση μέσω κονσόλας, αν και προς το παρόν το γραφικό περιβάλλον είναι διαθέσιμο μόνο στα κινέζικα και με ορισμένα προβλήματα στην πλοήγηση. Παρ’ όλα αυτά, η δυνατότητα ελέγχου της συμπεριφοράς του δικτύου από οποιοδήποτε σημείο του συστήματος ενισχύει τη συνολική ευελιξία.

Αν και η σύνδεση 1 Gbps στο εξωτερικό δίκτυο λειτουργεί ως περιοριστικός παράγοντας για πολύ απαιτητικές εφαρμογές, κάθε κόμβος έχει πλήρη πρόσβαση σε gigabit ταχύτητες. Αυτό είναι υπεραρκετό για σενάρια όπως ελαφρά συστήματα Kubernetes, κατανεμημένα μοντέλα AI (όπως το Llama) ή αυτοματοποιημένες διεργασίες ανάπτυξης μέσω εργαλείων όπως το distcc. Ενδεικτικά, μια πλήρης μεταγλώττιση Linux kernel μειώνεται από τα 45 λεπτά στα 22 με μόλις τέσσερις ενεργούς κόμβους.

Το design της πλακέτας αποκαλύπτει μια ξεκάθαρη πρόθεση: να προσφέρει μέγιστη ευελιξία στους λάτρεις της τεχνολογίας. Από τις modular M.2 υποδοχές, τις θύρες USB-C και τη δυνατότητα χρήσης NVMe SSD, μέχρι το εναλλακτικό σύστημα τροφοδοσίας που αλλάζει δυναμικά μεταξύ PoE και USB-C, η κάθε λεπτομέρεια έχει σχεδιαστεί για να ενθαρρύνει τον πειραματισμό. Δεν πρόκειται για ένα προϊόν τύπου plug-and-play. Απαιτείται εξοικείωση με flashing λειτουργικών, κατανόηση των ορίων κατανάλωσης και, σε κάποιες περιπτώσεις, παρέμβαση σε scripts για τον έλεγχο του ανεμιστήρα.

Με κόστος που κυμαίνεται από 50 έως 150 δολάρια, ανάλογα με τη διαμόρφωση, το NanoCluster απευθύνεται σε προγραμματιστές, εκπαιδευτικούς και όσους θέλουν να εξερευνήσουν τις δυνατότητες των κατανεμημένων συστημάτων χωρίς να επενδύσουν σε ακριβό εξοπλισμό επιπέδου enterprise. Δεν προορίζεται να αντικαταστήσει ένα επαγγελματικό workstation, ούτε να υποστηρίξει βάσεις δεδομένων δισεκατομμυρίων χρηστών ή να παράγει κινηματογραφικά γραφικά. Αλλά είναι ένα εργαλείο μάθησης και μάλιστα από τα πιο ενδιαφέροντα.

[via]

Loading