Τα τελευταία χρόνια, η γλουτένη έχει μετατραπεί σε έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους διατροφικούς «εχθρούς». Από τα social media μέχρι τα lifestyle περιοδικά, έχει κατηγορηθεί για φουσκώματα, κόπωση, δυσανεξίες και πλήθος άλλων προβλημάτων. Αθλητές και celebrities ορκίζονται ότι το να κόψουν τη γλουτένη βελτίωσε την υγεία και την απόδοσή τους.
Όμως μια νέα επιστημονική ανασκόπηση στο περιοδικό The Lancet έρχεται να κλονίσει αυτή τη διαδεδομένη πεποίθηση: για την πλειονότητα των ανθρώπων που πιστεύουν ότι έχουν «ευαισθησία στη γλουτένη», η γλουτένη δεν είναι στην πραγματικότητα η αιτία των συμπτωμάτων τους.
Η έρευνα, που βασίστηκε σε δεκαετίες μελετών, αποκαλύπτει ότι τα περισσότερα περιστατικά «μη-κοιλιακής ευαισθησίας στη γλουτένη» πιθανότατα οφείλονται σε εντελώς διαφορετικούς παράγοντες, από άλλες ουσίες που περιέχονται στα δημητριακά μέχρι τον τρόπο που ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τα σήματα από το πεπτικό σύστημα.
Η κοιλιοκάκη είναι μια σοβαρή αυτοάνοση πάθηση κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά στη γλουτένη, προκαλώντας φλεγμονή και βλάβες στο έντερο. Όμως πολλοί άνθρωποι εμφανίζουν δυσφορία, φουσκώματα ή πόνους μετά την κατανάλωση ψωμιού ή ζυμαρικών χωρίς να έχουν θετικά αποτελέσματα σε εξετάσεις για κοιλιοκάκη ή αλλεργία στο σιτάρι. Αυτή η κατηγορία περιγράφεται συνήθως ως «μη-κοιλιακή ευαισθησία στη γλουτένη».
Η νέα μελέτη επιχείρησε να ξεκαθαρίσει αν πράγματι η γλουτένη είναι υπεύθυνη για τα συμπτώματα. Οι ερευνητές συνέκριναν πάνω από 58 κλινικές δοκιμές που εξέταζαν τις αντιδράσεις των συμμετεχόντων, αλλά και πιθανούς μηχανισμούς που εξηγούν τα φαινόμενα — από τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και του εντερικού φραγμού έως τη δράση των μικροβίων του εντέρου και τις ψυχολογικές παραμέτρους.
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αντιδράσεις που σχετίζονταν άμεσα με τη γλουτένη ήταν σπάνιες και όταν εμφανίζονταν, ήταν ήπιες. Μάλιστα, πολλοί συμμετέχοντες που πίστευαν ότι «παθαίνουν κάτι» από τη γλουτένη παρουσίασαν τα ίδια ή και πιο έντονα συμπτώματα όταν κατανάλωσαν placebo δηλαδή τρόφιμα χωρίς καθόλου γλουτένη.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές μελέτες επικεντρώθηκε στα λεγόμενα FODMAPs, δηλαδή στους ζυμώσιμους υδατάνθρακες που βρίσκονται σε ορισμένα φρούτα, λαχανικά, όσπρια και δημητριακά. Όταν τα άτομα που θεωρούσαν πως έχουν ευαισθησία στη γλουτένη ακολούθησαν δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs, τα συμπτώματα μειώθηκαν σημαντικά, ακόμα κι όταν οι ερευνητές επανέφεραν τη γλουτένη στη διατροφή τους.
Άλλη έρευνα εντόπισε ως κύριο «υπαίτιο μια συγκεκριμένη ομάδα FODMAPs, τα φρουκτάνια, που υπάρχουν στο σιτάρι, στο κρεμμύδι και στο σκόρδο. Αυτά προκάλεσαν περισσότερο φούσκωμα και εντερική δυσφορία από ό,τι η ίδια η γλουτένη. Με λίγα λόγια, για πολλούς ανθρώπους, η ενόχληση που αποδίδουν στη γλουτένη έχει στην πραγματικότητα άλλη αιτία από τα FODMAPs μέχρι άλλες πρωτεΐνες του σιταριού ή διαταραχές στον άξονα εγκεφάλου-εντέρου, όπως στο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της μελέτης αφορά την επίδραση της ψυχολογίας. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η προσδοκία των συμπτωμάτων παίζει τεράστιο ρόλο. Σε τυφλές δοκιμές, όπου οι συμμετέχοντες δεν ήξεραν αν κατανάλωναν γλουτένη ή placebo, οι διαφορές στα συμπτώματα σχεδόν εξαφανίστηκαν. Ορισμένοι ένιωσαν άσχημα ακόμα κι όταν είχαν καταναλώσει τροφή χωρίς γλουτένη, απλώς επειδή πίστευαν ότι την περιείχε.
Αυτό είναι το λεγόμενο «φαινόμενο nocebo», το αντίθετο του placebo: όταν η προσδοκία ότι κάτι θα μας κάνει κακό προκαλεί πραγματικά σωματικά συμπτώματα. Μελέτες εγκεφαλικής απεικόνισης δείχνουν ότι τέτοιες προσδοκίες ενεργοποιούν περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τον πόνο και την αντίληψη απειλής. Έτσι, το σώμα μπορεί να «μεταφράζει» φυσιολογικά γαστρεντερικά σήματα ως πόνο ή έντονη ενόχληση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα συμπτώματα είναι φανταστικά. Αντίθετα, είναι υπαρκτά, αλλά προκαλούνται από τον τρόπο που ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα σήματα του εντέρου υπό το πρίσμα του άγχους ή της αρνητικής εμπειρίας.
Αν λοιπόν η γλουτένη δεν είναι πάντα ο ένοχος, γιατί τόσοι άνθρωποι νιώθουν καλύτερα όταν την αποφεύγουν; Οι ειδικοί εξηγούν ότι η απάντηση μπορεί να βρίσκεται στις συνολικές αλλαγές της διατροφής. Όταν κάποιος κόβει τη γλουτένη, συνήθως περιορίζει και επεξεργασμένα τρόφιμα, υιοθετεί πιο προσεκτικές διατροφικές συνήθειες και τρώει περισσότερα φρούτα, λαχανικά, όσπρια και ξηρούς καρπούς, τροφές που έτσι κι αλλιώς ευνοούν την υγεία του εντέρου.
Ωστόσο, η «μόδα» του gluten-free έχει και τίμημα. Τα προϊόντα χωρίς γλουτένη είναι κατά μέσο όρο 139% ακριβότερα, ενώ περιέχουν συχνά λιγότερες φυτικές ίνες και βασικά θρεπτικά συστατικά. Επιπλέον, η υπερβολική αποφυγή της γλουτένης μπορεί να μειώσει τη διατροφική ποικιλία και να ενισχύσει το άγχος γύρω από το φαγητό.
Για το 1% του πληθυσμού που πάσχει από κοιλιοκάκη, η αποφυγή της γλουτένης είναι απολύτως απαραίτητη. Για όλους τους υπόλοιπους, όμως, οι ερευνητές προτείνουν μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση:
- Πρώτα, να αποκλειστεί ιατρικά η κοιλιοκάκη ή αλλεργία στο σιτάρι.
- Έπειτα, να βελτιωθεί συνολικά η ποιότητα της διατροφής.
- Αν τα συμπτώματα επιμένουν, να δοκιμαστεί για λίγο μια δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs.
- Μόνο τότε, υπό καθοδήγηση ειδικού, να γίνει μια προσωρινή δοκιμή χωρίς γλουτένη, με επανεισαγωγή των τροφών στη συνέχεια.
Ο στόχος δεν είναι ο απόλυτος αποκλεισμός, αλλά η κατανόηση της πραγματικής αιτίας. Σε πολλές περιπτώσεις, η συνδυαστική προσέγγιση διατροφής και ψυχολογικής υποστήριξης δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα, καθώς μειώνει το άγχος και βοηθά τους ανθρώπους να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη τους στο φαγητό.
[source]