Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature ρίχνει φως σε έναν παράγοντα της κλιματικής αλλαγής που δεν είναι ορατός με γυμνό μάτι, αλλά επηρεάζει ριζικά τη ζωή στη Γη: την αυξανόμενη «δίψα» της ατμόσφαιρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η ατμόσφαιρα συμπεριφέρεται πλέον σαν ένα υπερδραστήριο σφουγγάρι, απορροφώντας την ελάχιστη υγρασία που απομένει στο έδαφος, στα ποτάμια και στα φυτά. Το φαινόμενο αυτό (AED - Atmospheric Evaporative Demand), ευθύνεται για την άνοδο της ξηρασίας σε παγκόσμιο επίπεδο κατά 40% την περίοδο 1981–2022, ανεξαρτήτως της ποσότητας των βροχοπτώσεων.
Για να κατανοήσουν σε βάθος τη δυναμική αυτή, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που καλύπτουν πάνω από έναν αιώνα (1901–2022), χρησιμοποιώντας προχωρημένα κλιματικά μοντέλα όπως το Penman–Monteith και εξειδικευμένους δείκτες όπως ο SPEI (Standardized Precipitation-Evapotranspiration Index). Τα εργαλεία αυτά επέτρεψαν τη διαχωρισμένη ανάλυση του ρόλου της AED από εκείνον των βροχοπτώσεων. Το συμπέρασμα είναι σαφές: ακόμη και περιοχές που παραδοσιακά θεωρούνται υγρές βιώνουν παρατεταμένες και ασυνήθιστες περιόδους ξηρασίας.
Την πενταετία 2018–2022, η έκταση των περιοχών με αυξημένο κίνδυνο ξηρασίας αυξήθηκε κατά 74% σε σύγκριση με την περίοδο 1981–2017. Από αυτή την αύξηση, πάνω από το 50% αποδίδεται στη «δίψα» της ατμόσφαιρας. Το 2022 αποτέλεσε χρονιά-ορόσημο, με το 30% των χερσαίων περιοχών να βρίσκεται υπό συνθήκες μέτριας ή ακραίας ξηρασίας, εκ των οποίων σχεδόν το μισό οφείλεται στην ατμοσφαιρική απαιτητικότητα.
Αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Η θερμότερη ατμόσφαιρα έχει τη δυνατότητα να συγκρατεί μεγαλύτερες ποσότητες υδρατμών, προκαλώντας ένα είδος διαρκούς «αναρρόφησης» της υγρασίας από το έδαφος. Οι ρίζες των φυτών υποφέρουν, τα ποτάμια περιορίζονται, η χλωρίδα ασφυκτιά. Ακόμη και όταν βρέχει, η ποσότητα του νερού που φτάνει στο έδαφος δεν επαρκεί, αφού η ατμόσφαιρα την «απορροφά» σχεδόν αμέσως. Οι επιπτώσεις είναι εντονότερες σε περιοχές όπως η Αφρική, η Αυστραλία και οι δυτικές ΗΠΑ, όπου η συμβολή της AED ξεπερνά τον παγκόσμιο μέσο όρο, φτάνοντας έως και το 60%. Όμως και η Ευρώπη και η Ασία επηρεάζονται, παρά το γεγονός ότι οι βροχοπτώσεις εκεί δεν έχουν μειωθεί σημαντικά.
Οι συνέπειες δεν περιορίζονται στη φύση: η γεωργία, η διαχείριση των υδάτων και η δημόσια υγεία βρίσκονται υπό πίεση. Οι καλλιέργειες, τα λιβάδια και τα δάση υφίστανται ολοένα αυξανόμενη πίεση, ενισχύοντας τον κίνδυνο πυρκαγιών και διαταραχών στην επισιτιστική ασφάλεια. Παράλληλα, οι πόλεις καλούνται να αναπροσαρμόσουν τις υποδομές τους για την υδροδότηση και να προετοιμαστούν για ακραία καιρικά φαινόμενα που πλέον δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ειδικοί τονίζουν την ανάγκη για προηγμένα συστήματα παρακολούθησης που να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο τις βροχοπτώσεις, αλλά και το επίπεδο «δίψας» της ατμόσφαιρας. Η δυνατότητα ακριβέστερων προβλέψεων θα επέτρεπε στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως η ακριβής άρδευση, η βελτίωση της υδατοσυγκράτησης των εδαφών και ο καλύτερος σχεδιασμός για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Ταυτόχρονα, η έρευνα αυτή ανοίγει νέους δρόμους: πώς επηρεάζει ο κύκλος εξάτμισης την ισορροπία των οικοσυστημάτων και του υδρολογικού ισοζυγίου; Ποιες πρακτικές μπορούν να υιοθετηθούν από αγρότες, κοινότητες και κυβερνήσεις για να μειωθούν οι επιπτώσεις; Η ανάγκη προσαρμογής των γεωργικών προτύπων και των υποδομών σε έναν πλανήτη που γίνεται όλο και πιο ξηρός είναι πλέον επιτακτική.
Σε σενάρια περαιτέρω υπερθέρμανσης, οι επιστήμονες προειδοποιούν: η δίψα της ατμόσφαιρας θα συνεχίσει να αυξάνεται. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν η κατάσταση θα βελτιωθεί ή θα επιδεινωθεί, αλλά με τι ταχύτητα θα χρειαστεί να προσαρμοστούμε.
[via]