Η ατμοσφαιρική ρύπανση, γνωστή κυρίως για τις επιπτώσεις της στους πνεύμονες και το αναπνευστικό σύστημα, φαίνεται πως απειλεί πλέον και τη γνωστική μας υγεία. Μια εκτενής επιστημονική ανασκόπηση που περιλαμβάνει δεδομένα από σχεδόν 30 εκατομμύρια άτομα αποκάλυψε ότι η χρόνια έκθεση σε βασικούς ρύπους όπως τα αιωρούμενα μικροσωματίδια PM2.5, το διοξείδιο του αζώτου (NO2) και η αιθάλη συνδέεται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο The Lancet Planetary Health και πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του MRC Epidemiology Unit του University of Cambridge, έρχεται να ενισχύσει την ήδη αυξανόμενη ανησυχία για τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αν και προηγούμενες μελέτες είχαν ήδη υποδείξει αυτή τη σύνδεση, το νέο αυτό έργο συγκεντρώνει στοιχεία από 51 επιμέρους ερευνητικές εργασίες, δημιουργώντας μια πιο σαφή και τεκμηριωμένη εικόνα.
Στην ανάλυση συμμετείχαν κυρίως άτομα από πλούσιες χώρες, με 34 από τις μελέτες να εντάσσονται στη μετα-ανάλυση. Οι 15 προέρχονταν από τη Βόρεια Αμερική, 10 από την Ευρώπη, επτά από την Ασία και δύο από την Αυστραλία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ξεκάθαρη στατιστικά σημαντική σύνδεση ανάμεσα στους τρεις βασικούς τύπους ρύπων και στην εμφάνιση άνοιας.
Τα PM2.5, τα οποία παράγονται από την κυκλοφορία, τη βιομηχανία, τις καύσεις ξύλου και τις κατασκευές, είναι εξαιρετικά μικρά σωματίδια που μπορούν να εισχωρήσουν βαθιά στους πνεύμονες και, τελικά, να φτάσουν μέχρι τον εγκέφαλο. Σύμφωνα με τη μελέτη, για κάθε αύξηση 10 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο (μg/m³) PM2.5, ο σχετικός κίνδυνος εμφάνισης άνοιας αυξάνεται κατά 17%. Για σύγκριση, η μέση ετήσια τιμή σε δρόμους του κεντρικού Λονδίνου το 2023 ήταν 10 μg/m³.
Το διοξείδιο του αζώτου (NO2), κυρίως προϊόν καύσης ορυκτών καυσίμων και ιδίως πετρελαίου, σχετίζεται επίσης με επιδείνωση αναπνευστικών παθήσεων. Η μελέτη έδειξε πως κάθε αύξηση κατά 10 μg/m³ NO2 συσχετίζεται με 3% αυξημένο κίνδυνο άνοιας.
Η αιθάλη, προερχόμενη κυρίως από εκπομπές οχημάτων και καύσεις ξύλου, έχει τη δυνατότητα να διεισδύσει στους πνεύμονες και να προκαλέσει φλεγμονές. Για κάθε 1 μg/m³ αύξησης αιθάλης, ο σχετικός κίνδυνος άνοιας αυξάνεται κατά 13%. Το 2023, στην Αγγλία, η ετήσια μέση συγκέντρωση αιθάλης έφτασε τα 0.93 μg/m³ στο Λονδίνο, 1.51 μg/m³ στο Μπέρμιγχαμ και 0.65 μg/m³ στη Γλασκώβη.
Η επικεφαλής ερευνήτρια Dr Haneen Khreis δήλωσε ότι η επιδημιολογική τεκμηρίωση είναι κρίσιμη για την κατανόηση της αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στη ρύπανση και την άνοια. «Η μελέτη μας ενισχύει την άποψη ότι η μακροχρόνια έκθεση στην εξωτερική ρύπανση αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση άνοιας σε κατά τα άλλα υγιή άτομα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πέρα από την επίδραση στο άτομο και την οικογένεια, η αύξηση των περιστατικών άνοιας επιβαρύνει σημαντικά και τα συστήματα υγείας, κάτι που καθιστά τη μείωση της ρύπανσης επιτακτική όχι μόνο από πλευράς δημόσιας υγείας αλλά και κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η ρύπανση μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή και οξειδωτικό στρες στον εγκέφαλο, δύο βιολογικές διαδικασίες που συνδέονται άμεσα με την εξέλιξη της άνοιας. Οι ρύποι είτε εισχωρούν απευθείας στον εγκέφαλο είτε προκαλούν συστηματικές αντιδράσεις μέσω των πνευμόνων και του κυκλοφορικού συστήματος.
Ωστόσο, οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ένα σημαντικό κενό: το μεγαλύτερο μέρος των δεδομένων αφορά λευκούς πληθυσμούς σε πλούσιες χώρες. Επομένως, απαιτείται περαιτέρω έρευνα με συμμετοχή και από υποεκπροσωπούμενες κοινότητες, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτές επωφελούνται περισσότερο από μέτρα περιορισμού της ρύπανσης.
Η Clare Rogowski, επίσης από το University of Cambridge, υπογράμμισε την ανάγκη για αυστηρότερα όρια ρύπων και παρεμβάσεις σε τομείς-κλειδιά όπως οι μεταφορές και η βιομηχανία. Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη για πολιτικές σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο που να μειώνουν τη ρύπανση με δίκαιο τρόπο για όλους.
Τέλος, ο Dr Christiaan Bredell επισήμανε ότι η πρόληψη της άνοιας δεν είναι μόνο υπόθεση του τομέα της υγείας. «Ο πολεοδομικός σχεδιασμός, οι μεταφορές και οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην πρόληψη της νόσου».
[via]