Σάλος στις ΗΠΑ: Το DNA ανήλικων μεταναστών αποθηκεύεται σε βάση δεδομένων εγκληματιών του FBI

Περισσότερα από 133.000 δείγματα DNA ανηλίκων μεταναστών, περιλαμβανομένων και παιδιών μόλις τεσσάρων ετών, έχουν συλλεχθεί από την Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας Συνόρων των ΗΠΑ (CBP) και έχουν καταχωριστεί στη βάση δεδομένων CODIS, ένα εθνικό σύστημα εγκληματολογικής ταυτοποίησης που διαχειρίζεται το FBI. Η αποκάλυψη αυτή, σύμφωνα με έγγραφα που εξέτασε η ιστοσελίδα WIRED, προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων και τη χρήση της γενετικής πληροφορίας χωρίς σαφή νομική τεκμηρίωση.

Η βάση CODIS έχει σχεδιαστεί για να χρησιμοποιείται από τις αρχές σε περιπτώσεις εγκλημάτων όπως σεξουαλικές επιθέσεις ή βίαια περιστατικά, όμως πλέον περιλαμβάνει γενετικά προφίλ παιδιών που δεν έχουν κατηγορηθεί για οποιοδήποτε αδίκημα. Παρά την πολιτική του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS) που ορίζει ότι η λήψη DNA από άτομα κάτω των 14 ετών επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, τα στοιχεία δείχνουν πως από το 2020 έως τα τέλη του 2024, συλλέχθηκαν δείγματα ακόμα και από παιδιά 10, 11 και 12 ετών. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι σε μια περίπτωση, το δείγμα προήλθε από παιδί τεσσάρων ετών κουβανικής καταγωγής, το οποίο κρατούνταν χωρίς έγγραφα.

Η μαζική αυτή επιχείρηση καταγραφής DNA έλαβε ιδιαίτερες διαστάσεις επί διοίκησης Biden, με την CBP να καταθέτει χιλιάδες δείγματα ημερησίως στο FBI. Μόνο σε μία μέρα του Ιανουαρίου 2024, από το γραφείο της CBP στο Laredo του Τέξας υποβλήθηκαν 3.930 δείγματα, εκ των οποίων τα 252 ανήκαν σε άτομα ηλικίας 17 ετών ή νεότερα.

Αν και οι αρχές υποστηρίζουν πως το DNA συλλέγεται για να ταυτοποιηθούν άτομα που πιθανόν έχουν εμπλακεί ή θα εμπλακούν σε εγκληματικές ενέργειες, ειδικοί επισημαίνουν ότι αυτή η πρακτική ισοδυναμεί με γενετική επιτήρηση. Η Vera Eidelman, δικηγόρος της ACLU, σχολίασε ότι «είναι αδιανόητο να συλλέγεται το DNA ενός τετράχρονου και να αποθηκεύεται σε εγκληματική βάση δεδομένων». Ανάλογη άποψη εξέφρασε και η ερευνήτρια Stevie Glaberson από το Georgetown Law, η οποία υπογράμμισε ότι το κράτος αντιμετωπίζει κάθε μετανάστη—ανεξαρτήτως ηλικίας ή κατηγορίας—ως εν δυνάμει εγκληματία.

Παρόλο που το Υπουργείο Δικαιοσύνης (DOJ) διατείνεται πως η συλλογή DNA είναι αναγκαία για την επίλυση εγκλημάτων, ειδικοί τονίζουν ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να διατηρούνται τα γενετικά δεδομένα όσων δεν έχουν διαπράξει αδίκημα. Η Sara Huston από το Northwestern University εξηγεί ότι το CODIS περιλαμβάνει χαμηλής ανάλυσης γενετικά προφίλ για σκοπούς ταυτοποίησης και όχι για αποκάλυψη ευαίσθητων πληροφοριών όπως ασθένειες ή φυλετικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, το αρχικό δείγμα DNA—που περιλαμβάνει ολόκληρο το γενετικό κώδικα—αποθηκεύεται επ’ αόριστον και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς στο μέλλον.

Η διατήρηση αυτών των δεδομένων χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για το ενδεχόμενο μελλοντικής κατάχρησης. Σύμφωνα με την Glaberson, η πολιτική αυτή ενέχει τον κίνδυνο σύνδεσης μεταναστών με συγγενικά τους πρόσωπα, οδηγώντας σε πιθανή δίωξη και αυτών, ή ακόμα και σε αποκλεισμό από κρατικές παροχές βάσει γενετικής προδιάθεσης.

Παρά το γεγονός ότι μελέτες δεν δείχνουν καμία συσχέτιση ανάμεσα στη μετανάστευση και την εγκληματικότητα, η μαζική συλλογή DNA έχει οδηγήσει στη συγκέντρωση τεράστιου όγκου προσωπικών δεδομένων χωρίς σαφή αιτιολόγηση. Αν συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό, εκτιμάται πως μέχρι το 2034, το 1/3 των εγγραφών στο CODIS θα προέρχονται από το DHS.

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν απάντησε σε αιτήματα για σχολιασμό. Εν τω μεταξύ, νομικοί, επιστήμονες και οργανώσεις για την προστασία της ιδιωτικότητας συνεχίζουν να ζητούν αυστηρότερο έλεγχο, διαφάνεια και νομική λογοδοσία για τη χρήση των πιο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων: του ανθρώπινου DNA.

[via]

Loading