Ο Ουρανός, ο παγωμένος γίγαντας του Ηλιακού Συστήματος, επιστρέφει στο προσκήνιο της επιστημονικής έρευνας, όχι τόσο για τη μοναδική του κλίση (περιστρέφεται σχεδόν κάθετα ως προς την εκλειπτική), όσο για τα νέα δεδομένα που αποκάλυψε το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble σχετικά με τους μεγαλύτερους δορυφόρους του: Ariel, Umbriel, Titania και Oberon.
Μέχρι πρότινος, τα μοντέλα που είχαν διαμορφωθεί μετά τη διέλευση του Voyager 2 το 1986 υποδείκνυαν πως τα πίσω ημισφαίρια των δορυφόρων, δηλαδή εκείνα που «ακολουθούν» στην τροχιακή κίνηση, θα έπρεπε να είναι πιο σκοτεινά, εξαιτίας της συνεχούς έκθεσης στα φορτισμένα σωματίδια του εξαιρετικά ασύμμετρου και διαταραγμένου μαγνητικού πεδίου του Ουρανού. Όμως, τα τελευταία ευρήματα από το Hubble φαίνεται να αναιρούν αυτή την εκτίμηση.
Σύμφωνα με την ομάδα του Christian Soto από το Space Telescope Science Institute, οι εξωτερικότεροι δορυφόροι, Titania και Oberon, εμφανίζονται πιο σκοτεινοί στην εμπρόσθια πλευρά τους, δηλαδή εκείνη που προηγείται στην πορεία τους γύρω από τον πλανήτη. Αυτό το εύρημα υποδηλώνει ότι η αιτία της σκουρόχρωμης όψης δεν είναι η μαγνητική ακτινοβολία, αλλά... η σκόνη.
Η νέα υπόθεση είναι πως σωματίδια σκόνης που προέρχονται από τους πιο απομακρυσμένους και ακανόνιστους δορυφόρους του Ουρανού (οι οποίοι βρίσκονται ακόμη και σε απόσταση 20 εκατομμυρίων χιλιομέτρων) εκτοξεύονται συνεχώς στο Διάστημα από μικρομετεωρίτες. Αυτά τα σωματίδια διαχέονται στο σύστημα και σταδιακά προσκολλώνται στις επιφάνειες των μεγαλύτερων φεγγαριών. Όπως ακριβώς ένα αυτοκίνητο «συλλέγει» έντομα στο παρμπρίζ του όταν ταξιδεύει με ταχύτητα, έτσι και οι Titania και Oberon συναντούν την κοσμική αυτή σκόνη στην εμπρόσθια τροχιακή πλευρά τους, η οποία καταλήγει πιο επιβαρυμένη.
Αντίθετα, οι εσωτερικότεροι δορυφόροι Ariel και Umbriel δεν παρουσιάζουν την ίδια χρωματική ασυμμετρία. Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στο γεγονός ότι οι τροχιές των εξωτερικών φεγγαριών λειτουργούν ως ένα είδος «φίλτρου», εμποδίζοντας τη σκόνη να φτάσει στους πιο κοντινούς στον πλανήτη δορυφόρους. Το στοιχείο αυτό προσφέρει μια νέα οπτική στην κατανόηση της κατανομής των υλικών στην περιοχή, την οποία οι επιστήμονες δεν είχαν εξετάσει μέχρι τώρα.
Ωστόσο, παρόλο που η νέα θεωρία υποβαθμίζει τον ρόλο του μαγνητικού πεδίου του Ουρανού στην αλλοίωση των επιφανειών των δορυφόρων, η επιστημονική κοινότητα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να επιδρά με πιο πολύπλοκους ή λιγότερο εμφανείς τρόπους. Οι επιδράσεις αυτές ίσως αποκαλύπτονται μόνο μέσα από τη χημική ανάλυση της επιφάνειας ή την παρατήρηση λεπτών στρωμάτων ατμόσφαιρας, με τη βοήθεια πιο ευαίσθητων οργάνων.
Γι’ αυτόν τον σκοπό, η ομάδα του Soto έχει ήδη προγραμματίσει νέα σειρά παρατηρήσεων με το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb. Χάρη στην ικανότητά του να παρατηρεί στο υπέρυθρο φάσμα, αναμένεται να διαλευκάνει κατά πόσο η σκόνη είναι πράγματι ο μοναδικός υπαίτιος της διαφοροποίησης στην επιφανειακή εμφάνιση ή αν το μαγνητικό πεδίο του Ουρανού έχει έναν πιο διακριτικό αλλά εξίσου ουσιώδη ρόλο.
Έπειτα από δεκαετίες σχετικής επιστημονικής αδιαφορίας – με το Voyager 2 να παραμένει μέχρι σήμερα η μοναδική αποστολή που προσέγγισε τον πλανήτη – ο Ουρανός αρχίζει ξανά να μαγνητίζει το ενδιαφέρον των ειδικών.
[via]