Πριν από περίπου 66 εκατομμύρια χρόνια, ένα καταστροφικό γεγονός άλλαξε για πάντα την ιστορία της ζωής στη Γη. Ένας αστεροειδής διαμέτρου περίπου 12 χιλιομέτρων – συγκρίσιμος με το μέγεθος του Έβερεστ – εισήλθε στην ατμόσφαιρα με ταχύτητα 43.000 χιλιομέτρων την ώρα και έπεσε με τρομακτική δύναμη στη σημερινή χερσόνησο Γιουκατάν στο Μεξικό. Το αποτέλεσμα ήταν η πέμπτη μαζική εξαφάνιση ειδών, με πιο γνωστό θύμα τους δεινόσαυρους που κυριαρχούσαν στη Γη για εκατομμύρια χρόνια.
Αλλά τι απέγινε αυτός ο αστεροειδής που έφερε το τέλος της εποχής τους;
Σύμφωνα με τον Sean Gulick, ερευνητή και συν-διευθυντή του Center for Planetary Systems Habitability στο University of Texas at Austin, η ενέργεια που απελευθερώθηκε κατά τη σύγκρουση ισοδυναμούσε με οκτώ δισεκατομμύρια βόμβες της εποχής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με τέτοια ισχύ, ο αστεροειδής ουσιαστικά εξατμίστηκε, μετατράπηκε σε λεπτή σκόνη και εκτοξεύθηκε στην ανώτερη ατμόσφαιρα.
Η σκόνη αυτή απλώθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη, δημιουργώντας αυτό που σήμερα οι γεωλόγοι αποκαλούν «ανωμαλία ιριδίου», ένα στρώμα βράχου που περιέχει συγκεντρώσεις ιριδίου έως και 80 φορές μεγαλύτερες από τον μέσο όρο της γήινης κρούστας. Το ιρίδιο είναι στοιχείο σπάνιο στη Γη αλλά συνηθισμένο στους αστεροειδείς, και αυτό αποτέλεσε το κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο ότι το στρώμα προήλθε από τον διαστημικό εισβολέα.
Παρά την καταστροφική δύναμη της πρόσκρουσης, μικροσκοπικά κομμάτια του αστεροειδούς φαίνεται να διασώθηκαν. Το πιο γνωστό είναι ένας κόκκος στο μέγεθος σουσαμιού που ανακάλυψε ο γεωχημικός Frank Kyte από το UCLA σε δείγμα βυθού ανοιχτά της Χαβάης, δημοσιευμένο το 1998 στο Nature. Αν και έχουν αναφερθεί κι άλλες ανακαλύψεις μικρών θραυσμάτων τα τελευταία χρόνια, ελάχιστες έχουν επιβεβαιωθεί με αυστηρή επιστημονική αξιολόγηση.
Ο Gulick αναγνωρίζει ότι οι πιθανότητες να βρεθεί μεγαλύτερο κομμάτι είναι εξαιρετικά μικρές. Αν όμως συμβεί, οι επιστήμονες θα μπορούσαν να μάθουν πολύ περισσότερα για τις συνθήκες που βίωσε ο αστεροειδής κατά τη σύγκρουση, όπως τις ακραίες πιέσεις, τις θερμοκρασίες και τις δομικές παραμορφώσεις που υπέστη.
Αν και ο αστεροειδής εξαφανίστηκε, η Γη κρατάει ακόμα το αποτύπωμά του. Ο κρατήρας Chicxulub, με διάμετρο περίπου 180 χιλιομέτρων και βάθος 20, σχηματίστηκε στη βόρεια χερσόνησο Γιουκατάν και αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό μνημείο αυτής της σύγκρουσης. Σήμερα, μεγάλο μέρος του βρίσκεται θαμμένο κάτω από πετρώματα και ιζήματα, ενώ τμήματά του εκτείνονται κάτω από τον Κόλπο του Μεξικού. Στην επιφάνεια, το τόξο από καταβόθρες που ακολουθεί το περίγραμμα του κρατήρα μαρτυρά τη θέση και το μέγεθος της πρόσκρουσης.
Η πρόσκρουση δεν προκάλεσε μόνο σεισμούς και τοπική καταστροφή. Γέννησε ένα τσουνάμι ύψους σχεδόν 1,5 χιλιομέτρου, που διέσχισε τους ωκεανούς με ταχύτητα 143 χιλιομέτρων την ώρα. Τα ίχνη αυτών των γιγάντιων κυμάτων παραμένουν χαραγμένα στον βυθό ανοιχτά της Λουιζιάνα, σαν απολιθωμένες αποδείξεις της καταστροφής.
Η ενέργεια της σύγκρουσης πυροδότησε επίσης μια παγκόσμια πυρκαγιά, όξινη βροχή και, κυρίως, έναν πυκνό μανδύα σκόνης και σωματιδίων που τύλιξε τη Γη. Ο Ήλιος χάθηκε πίσω από το σκοτεινό πέπλο, η θερμοκρασία έπεσε απότομα και η φωτοσύνθεση κατέρρευσε. Το αποτέλεσμα ήταν ένα είδος «πυρηνικού χειμώνα», που οδήγησε στην κατάρρευση της τροφικής αλυσίδας και στην εξαφάνιση περίπου του 75% των ειδών του πλανήτη.
Ο Alan Hildebrand, επιστήμονας στο University of Calgary και ένας από εκείνους που το 1991 απέδειξαν τη σύνδεση του Chicxulub με την εξαφάνιση των δεινοσαύρων, περιγράφει το γεγονός ως κάτι ανυπέρβλητο. Η ενέργεια που απελευθερώθηκε, όπως λέει, ισοδυναμούσε με το να ξεσπάσει πυρηνικός πόλεμος 10.000 φορές στη σειρά.
Στον Καναδά, όπου μελέτησε τα γεωλογικά ίχνη, το στρώμα από την πρόσκρουση φτάνει το ένα με δύο εκατοστά πάχος – υλικό που εκτοξεύτηκε από το Μεξικό και κατέληξε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ένα αδιάψευστο τεκμήριο της κλίμακας της σύγκρουσης.
Η πτώση του αστεροειδούς και τα αποτελέσματα της υπενθυμίζουν πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι η ζωή απέναντι σε κοσμικά γεγονότα. Αν και οι δεινόσαυροι δεν κατάφεραν να επιβιώσουν, η φύση βρήκε τρόπο να αναγεννηθεί, ανοίγοντας τον δρόμο για την άνοδο των θηλαστικών και τελικά του ανθρώπου.
Σήμερα, η επιστημονική μελέτη του Chicxulub και των απομειναριών του δεν αφορά μόνο την κατανόηση του παρελθόντος. Αποτελεί και υπενθύμιση της ανάγκης να παρακολουθούμε το Διάστημα, να εντοπίζουμε έγκαιρα πιθανούς επικίνδυνους αστεροειδείς και να σκεφτόμαστε στρατηγικές προστασίας του πλανήτη.
[via]