Η συμβουλή «πιες περισσότερο νερό» ακούγεται συχνά για λόγους όπως περισσότερη ενέργεια, καλύτερη όψη του δέρματος ή έλεγχο της όρεξης. Ωστόσο, μια νέα έρευνα δείχνει ότι η ενυδάτωση έχει ακόμη πιο βαθιά επίδραση στην υγεία μας: ρυθμίζει το πώς το σώμα αντιδρά στο στρες και συγκεκριμένα πώς εκκρίνει την ορμόνη κορτιζόλη.
Το εύρημα αυτό, το πρώτο που αποδεικνύει άμεση σύνδεση ανάμεσα στην κατανάλωση υγρών και στην ορμονική αντίδραση στο στρες, ανοίγει τον δρόμο για καλύτερη κατανόηση του πώς απλές καθημερινές συνήθειες επηρεάζουν την ψυχική και σωματική ευεξία.
Η έρευνα προήλθε από το Liverpool John Moores University (LJMU), όπου οι επιστήμονες εξέτασαν αν η ποσότητα νερού που καταναλώνει ένας ενήλικας επηρεάζει τα επίπεδα κορτιζόλης σε στρεσογόνες καταστάσεις. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: όσοι ενυδατώνονται λιγότερο παρουσίασαν πολύ εντονότερη ορμονική αντίδραση στο στρες, σε σχέση με εκείνους που πίνουν αρκετό νερό, ακόμη κι όταν άλλοι δείκτες, όπως οι καρδιακοί παλμοί ή το αίσθημα άγχους, έμεναν στα ίδια επίπεδα.
Η κορτιζόλη, η γνωστή «ορμόνη του στρες», εκκρίνεται από τα επινεφρίδια στο πλαίσιο της αντίδρασης «μάχη ή φυγή». Σε μικρές, βραχυπρόθεσμες δόσεις, είναι ευεργετική γιατί μας προετοιμάζει να αντιμετωπίσουμε έναν κίνδυνο. Όταν όμως το σώμα εκκρίνει υπερβολική κορτιζόλη για μεγάλο διάστημα, αυξάνεται ο κίνδυνος για σοβαρές παθήσεις όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτης, κατάθλιψη και παχυσαρκία. Ο επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής Neil Walsh, υπογράμμισε ότι η υπερβολική αντίδραση της κορτιζόλης στο στρες συνδέεται άμεσα με την επιδείνωση της μακροπρόθεσμης υγείας.
Η μελέτη βασίστηκε σε ανάλυση δεδομένων από 100 υγιείς ενήλικες, ηλικίας 18–35 ετών, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από αυτούς επιλέχθηκαν 32, χωρισμένοι σε δύο ομάδες: όσοι κατανάλωναν ελάχιστα υγρά (κατά μέσο όρο 1,3 λίτρα την ημέρα) και όσοι έπιναν πολύ περισσότερα (περίπου 4,4 λίτρα ημερησίως). Οι δύο ομάδες είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά σε φύλο, ηλικία, ποιότητα ύπνου και επίπεδα άγχους, ώστε τα αποτελέσματα να είναι αξιόπιστα.
Μετά από μία εβδομάδα παρακολούθησης της καθημερινής κατανάλωσης νερού μέσω «έξυπνων» μπουκαλιών και ημερολογίων, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να περάσουν από το Trier Social Stress Test, μια διαδικασία που προσομοιώνει συνέντευξη για δουλειά με δημόσια ομιλία και νοητικές ασκήσεις υπό παρακολούθηση. Το τεστ αυτό είναι σχεδιασμένο ώστε να προκαλεί παρόμοιο στρες σε όλους, επιτρέποντας στους επιστήμονες να μετρούν τις αντιδράσεις με ακρίβεια.
Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν σαφή διαφορά: παρότι και οι δύο ομάδες ένιωσαν παρόμοια αγωνία και είχαν αντίστοιχη αύξηση καρδιακών παλμών, η κορτιζόλη εκτοξεύτηκε μόνο σε όσους είχαν χαμηλή πρόσληψη νερού. Συγκεκριμένα, τα επίπεδα κορτιζόλης στο σάλιο τους αυξήθηκαν κατά 55% περισσότερο σε σχέση με τους καλά ενυδατωμένους συμμετέχοντες, παραμένοντας υψηλά για τουλάχιστον μισή ώρα μετά το τεστ.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η ενυδάτωση συνδέεται στενά με βιολογικούς δείκτες, όπως το χρώμα και η συγκέντρωση των ούρων, αλλά και τα επίπεδα κοπεπτίνης, μιας σταθερής ουσίας που σχετίζεται με την ορμόνη βαζοπρεσσίνη. Η βαζοπρεσσίνη βοηθά στην κατακράτηση νερού από τους νεφρούς, αλλά ταυτόχρονα ενεργοποιεί την έκκριση της ACTH, της ορμόνης που διεγείρει την παραγωγή κορτιζόλης. Έτσι, όταν κάποιος δεν πίνει αρκετό νερό, το σώμα του βρίσκεται σε μια κατάσταση «προετοιμασίας», που οδηγεί σε πιο έντονη ορμονική αντίδραση στο στρες.
Η ομάδα με τη χαμηλή πρόσληψη υγρών εμφάνισε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα κοπεπτίνης τόσο πριν όσο και μετά το τεστ, δείχνοντας ότι το σύστημα της βαζοπρεσσίνης τους ήταν ήδη σε υπερδραστηριότητα. Αυτό εξηγεί γιατί η κορτιζόλη τους εκτοξεύτηκε τόσο πολύ κατά τη διάρκεια του στρεσογόνου πειράματος.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι όσοι συστηματικά δεν πίνουν αρκετό νερό μπορεί να έχουν έναν οργανισμό «προγραμματισμένο» να αντιδρά υπερβολικά στο στρες της καθημερινότητας. Με την πάροδο του χρόνου, τέτοια επαναλαμβανόμενα «ξεσπάσματα» κορτιζόλης μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο για παχυσαρκία στην κοιλιακή χώρα, διαβήτη ή καρδιοπάθειες.
Πόσο νερό όμως χρειάζεται πραγματικά; Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι National Academies of Sciences, Engineering, and Medicine προτείνουν περίπου 3,7 λίτρα ημερησίως για τους άνδρες και 2,7 λίτρα για τις γυναίκες. Οι συστάσεις είναι χαμηλότερες σε άλλες περιοχές, όπως η Ευρώπη, η Αυστραλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά σε κάθε περίπτωση οι ανάγκες ποικίλλουν ανάλογα με το κλίμα, την ηλικία, τη φυσική δραστηριότητα και άλλους παράγοντες.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Applied Physiology, δεν εξέτασε αν η αύξηση της κατανάλωσης νερού μπορεί να μειώσει άμεσα την κορτιζόλη. Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι το να παραμένουμε καλά ενυδατωμένοι ίσως μας βοηθά να διαχειριζόμαστε καλύτερα το άγχος της καθημερινότητας. Όπως σχολίασε ο ερευνητής Daniel Kashi, το να έχουμε δίπλα μας ένα μπουκάλι νερό, ειδικά σε μέρες με υψηλό φόρτο ή σημαντικές υποχρεώσεις, μπορεί να είναι μια μικρή συνήθεια με μεγάλα οφέλη για τη μακροπρόθεσμη υγεία μας.
[via]