Αντίο στα πυρηνικά απόβλητα: Πώς οι ΗΠΑ τα μετατρέπουν σε γυαλί

Μετά από δεκαετίες αναμονής, το μεγαλύτερο εργοστάσιο στον κόσμο για τη υαλοποίηση ραδιενεργών αποβλήτων ξεκίνησε επιτέλους τη λειτουργία του. Βρίσκεται στο Hanford της Washington και αποτελεί ένα τεράστιο βήμα στην προσπάθεια των ΗΠΑ να διαχειριστούν με ασφάλεια τα επικίνδυνα κατάλοιπα της πυρηνικής εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Το project υλοποιήθηκε από τη Bechtel για λογαριασμό του Department of Energy (DOE) και φιλοδοξεί να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο ο πλανήτης αντιμετωπίζει τα πιο τοξικά του απόβλητα.

Η εγκατάσταση ονομάζεται Waste Treatment and Immobilization Plant (WTP) και είναι το αποτέλεσμα πάνω από είκοσι χρόνων σχεδιασμού, μηχανικής και δοκιμών. Ο στόχος της είναι να σταθεροποιήσει εκατομμύρια λίτρα ραδιενεργών υλικών που παραμένουν αποθηκευμένα σε παλαιές υπόγειες δεξαμενές, πολλές από τις οποίες παρουσιάζουν διαρροές εδώ και δεκαετίες. Η λύση; Μετατροπή των επικίνδυνων αποβλήτων σε ανθεκτικό, σταθερό γυαλί μέσω ενός εξαιρετικά θερμού βιομηχανικού κύκλου που φτάνει έως τους 1.150 βαθμούς Κελσίου.

Η διαδικασία της υαλοποίησης βασίζεται στην ανάμιξη των ραδιενεργών ουσιών με πυριτικά υλικά και ειδικά πρόσθετα. Κατά τη διάρκεια της θέρμανσης, το μείγμα λιώνει και μετατρέπεται σε ένα γυάλινο, ομοιογενές σώμα που παγιδεύει τα ραδιενεργά ισότοπα στο εσωτερικό του. Το τελικό προϊόν χύνεται σε σφραγισμένα ατσάλινα δοχεία, σχεδιασμένα να παραμένουν ασφαλή για χιλιάδες χρόνια. Αυτά τα «τούβλα» ραδιενεργού γυαλιού αποθηκεύονται κατόπιν σε ειδικά διαμορφωμένες εγκαταστάσεις στο ίδιο το Hanford.

Σύμφωνα με τα σχέδια του DOE, το εργοστάσιο θα μπορεί να επεξεργάζεται περίπου 20.000 λίτρα αποβλήτων την ημέρα, δημιουργώντας σταθερά γυάλινα τεμάχια έτοιμα για μακροχρόνια φύλαξη. Για μια περιοχή που κάποτε αποτέλεσε το κέντρο παραγωγής πλουτωνίου των ΗΠΑ, η έναρξη αυτής της διαδικασίας σηματοδοτεί μια νέα εποχή: από την παραγωγή πυρηνικού οπλισμού στη σταδιακή αποκατάσταση του περιβάλλοντος.

Η έναρξη των επιχειρήσεων στο WTP έρχεται μετά από μήνες αβεβαιότητας και εσωτερικών διαφωνιών στο DOE, που είχαν πυροδοτήσει φόβους για πιθανή αλλαγή πορείας. Τον Σεπτέμβριο, η απομάκρυνση του προσωρινού διαχειριστή του ομοσπονδιακού προγράμματος καθαρισμού προκάλεσε ανησυχίες πως το υπουργείο ίσως επανέλθει σε παλαιότερες, φθηνότερες μεθόδους όπως το λεγόμενο grout, τη σταθεροποίηση των αποβλήτων μέσα σε τσιμεντένιο μείγμα, πολύ λιγότερο ανθεκτικό από το γυαλί.

Ωστόσο, η επιτυχής έναρξη των λειτουργιών στο Hanford επιβεβαιώνει ότι οι ΗΠΑ επιλέγουν να επενδύσουν σε μια πιο σύνθετη, αλλά σαφώς πιο αξιόπιστη τεχνολογία. Η γυαλοποίηση έχει ήδη δοκιμαστεί σε μικρότερη κλίμακα στην Ευρώπη και θεωρείται η πιο αποτελεσματική μέθοδος για τη μακροχρόνια αποθήκευση ραδιενεργών υλικών. Το μεγάλο πλεονέκτημά της είναι ότι «κλειδώνει» τα επικίνδυνα ισότοπα μέσα σε μια αδιαπέραστη γυάλινη μήτρα, αποτρέποντας τη διαρροή τους στο έδαφος ή τα υπόγεια ύδατα για χιλιάδες χρόνια.

Η διαδικασία αυτή μειώνει δραστικά τον περιβαλλοντικό κίνδυνο, κάτι που για την περιοχή του Hanford έχει τεράστια σημασία. Από τη δεκαετία του 1940, οι αντιδραστήρες της περιοχής παρήγαγαν το μεγαλύτερο μέρος του πλουτωνίου που χρησιμοποιήθηκε στο αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο, αφήνοντας πίσω έναν από τους πιο μολυσμένους χώρους στον πλανήτη. Οι προσπάθειες απορρύπανσης ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1980, αλλά προχωρούσαν αργά, καθώς η ασφαλής διαχείριση των αποβλήτων αποδείχθηκε εξαιρετικά περίπλοκη.

Η λειτουργία της εγκατάστασης της Bechtel αποτελεί επομένως ορόσημο. Στους επόμενους μήνες, η ομάδα θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τους φούρνους των 300 τόνων με τα υλικά προς επεξεργασία, παράγοντας σταθερά τα γυάλινα δοχεία που θα μεταφέρονται σε ειδικά διαμορφωμένο αποθηκευτικό χώρο κοντά στο εργοστάσιο. Το DOE έχει θέσει ως στόχο την πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία του συστήματος μέχρι το 2026.

[source]

Loading