Αποκαλύφθηκαν τέσσερις «κρυφοί» τύποι αυτισμού

Μια νέα, εκτενής μελέτη από το Princeton University σε συνεργασία με το Simons Foundation φέρνει στο φως τέσσερις διακριτούς βιολογικούς και κλινικούς τύπους αυτισμού. Χρησιμοποιώντας δεδομένα από περισσότερα από 5.000 παιδιά με αυτισμό και μία καινοτόμο υπολογιστική μεθοδολογία, οι ερευνητές εντόπισαν τέσσερις υποκατηγορίες του φάσματος του αυτισμού που φέρουν μοναδικά χαρακτηριστικά, εξελικτικές πορείες και γενετικά προφίλ. Η ανακάλυψη αυτή υπόσχεται να ανατρέψει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, διαγιγνώσκουμε και αντιμετωπίζουμε τον αυτισμό.

Αντί να εξετάζουν απομονωμένα γενετικά χαρακτηριστικά, οι ερευνητές ανέπτυξαν ένα «προσωποκεντρικό» μοντέλο που έλαβε υπόψη περισσότερα από 230 χαρακτηριστικά κάθε παιδιού – από κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές μέχρι αναπτυξιακά ορόσημα. Αυτή η ολιστική προσέγγιση οδήγησε στην κατηγοριοποίηση των παιδιών σε τέσσερις υποτύπους, οι οποίοι συνδέονται με διαφορετικές γενετικές μεταλλάξεις και βιολογικούς μηχανισμούς.

Η επικεφαλής της μελέτης, Olga Troyanskaya, διευθύντρια του Princeton Precision Health και καθηγήτρια υπολογιστικής βιολογίας, εξηγεί ότι η κατανόηση της γενετικής βάσης του αυτισμού είναι κρίσιμη για την ακριβέστερη διάγνωση, την εξατομικευμένη φροντίδα και την αποκάλυψη των βιολογικών αιτιών της διαταραχής.

Οι τέσσερις υποτύποι που προέκυψαν από την ανάλυση είναι οι εξής:

  1. Social and Behavioral Challenges: Η ομάδα αυτή, που αντιστοιχεί περίπου στο 37% του δείγματος, περιλαμβάνει παιδιά με έντονες κοινωνικές δυσκολίες και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, αλλά χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις στην ανάπτυξη. Τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν συχνά συννοσηρότητες όπως ΔΕΠΥ, άγχος ή ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
  2. Mixed ASD with Developmental Delay: Εδώ εντάσσονται παιδιά που φτάνουν αναπτυξιακά ορόσημα όπως η ομιλία και το περπάτημα πιο αργά, αλλά χωρίς ψυχιατρικές συννοσηρότητες. Ο όρος "Mixed" αναφέρεται στην ποικιλομορφία που παρατηρείται σε κοινωνικά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά. Η ομάδα αυτή αποτελεί περίπου το 19% του συνολικού δείγματος.
  3. Moderate Challenges: Περίπου το 34% των παιδιών εντάσσεται σε αυτήν την ομάδα, η οποία χαρακτηρίζεται από μέτρια αυτιστικά χαρακτηριστικά χωρίς σοβαρές δυσκολίες στην ανάπτυξη ή ψυχιατρικές συννοσηρότητες.
  4. Broadly Affected: Η μικρότερη, αλλά πιο σοβαρά επηρεασμένη ομάδα (10%), παρουσιάζει έντονες και πολύπλευρες δυσκολίες, από καθυστερήσεις στην ανάπτυξη μέχρι σοβαρά κοινωνικά και επικοινωνιακά ελλείμματα και συνοδές ψυχιατρικές διαταραχές.

Σύμφωνα με την Aviya Litman, υποψήφια διδάκτορα στο Princeton και συν-συγγραφέα της μελέτης, η ισχυρή σύνδεση αυτών των ομάδων με διαφορετικές γενετικές υπογραφές αποτελεί το κλειδί για τη βαθύτερη κατανόηση της βιολογίας του αυτισμού.

Η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε ότι κάθε υπότυπος σχετίζεται με διαφορετικές μορφές γενετικών μεταλλάξεων. Τα παιδιά στην ομάδα Broadly Affected εμφάνισαν τον υψηλότερο αριθμό επιβλαβών de novo μεταλλάξεων – μεταλλάξεις που δεν κληρονομούνται από τους γονείς – ενώ η ομάδα Mixed ASD with Developmental Delay είχε αυξημένη συχνότητα σπάνιων κληρονομικών παραλλαγών. Παρότι οι δύο ομάδες μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως καθυστερήσεις στην ανάπτυξη, τα γενετικά τους προφίλ δείχνουν διαφορετικούς μηχανισμούς πίσω από τα φαινομενικά παρόμοια συμπτώματα.

Η Natalie Sauerwald, ερευνήτρια στο Flatiron Institute και επίσης συν-συγγραφέας, εξηγεί ότι στο παρελθόν, η προσπάθεια εξαγωγής ενιαίων γενετικών συμπερασμάτων για τον αυτισμό ήταν σαν να προσπαθείς να λύσεις παζλ που στην πραγματικότητα αποτελείται από πολλά διαφορετικά παζλ μπερδεμένα μεταξύ τους. Μόνο με τη διάκριση υποτύπων γίνεται ορατή η πλήρης εικόνα.

Επιπλέον, η μελέτη αποκαλύπτει ότι οι γενετικές επιδράσεις στον εγκέφαλο εκδηλώνονται σε διαφορετικά στάδια ανάλογα με τον υπότυπο. Για παράδειγμα, στην ομάδα Social and Behavioral Challenges, οι γενετικές μεταλλάξεις φαίνεται να ενεργοποιούνται μεταγενέστερα στην παιδική ηλικία, κάτι που συμφωνεί με την τάση για πιο καθυστερημένη διάγνωση.

Για την Chandra Theesfeld, επικεφαλής ερευνών στο Lewis-Sigler Institute, η σύνδεση κλινικών δεδομένων με γενετικά ευρήματα ανοίγει τον δρόμο για τη χαρτογράφηση της εξέλιξης του αυτισμού από το γονιδιακό επίπεδο έως την εκδήλωση των συμπτωμάτων.

Η έρευνα αυτή αποτελεί επιστέγασμα πάνω από μια δεκαετία ερευνών στην αυτιστική γονιδιωματική, με χρηματοδότηση από το Simons Foundation και τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ, και υλοποιήθηκε μέσω του Princeton Precision Health, μιας διεπιστημονικής πρωτοβουλίας που συνδυάζει γονιδιωματική, υπολογιστική βιολογία, ψυχολογία και μοντελοποίηση.

Όπως επισημαίνει η Sauerwald, η δυνατότητα ορισμού βιολογικά ουσιαστικών υποτύπων του αυτισμού αποτελεί βασικό βήμα για την εφαρμογή της εξατομικευμένης ιατρικής στις νευροαναπτυξιακές διαταραχές. Αντί για μια ενιαία εξήγηση, οι ερευνητές έχουν πλέον στη διάθεσή τους ένα πλαίσιο για τη διερεύνηση των διαφορετικών βιολογικών «ιστοριών» του αυτισμού.

Αν και η μελέτη καθορίζει τέσσερις βασικές κατηγορίες, οι ερευνητές τονίζουν ότι πρόκειται για ένα σημείο εκκίνησης, όχι για το απόλυτο μοντέλο. Το πλαίσιο αυτό μπορεί να επεκταθεί και να προσαρμοστεί, προσφέροντας περισσότερες απαντήσεις σε ερωτήματα που απασχολούν οικογένειες, ιατρούς και εκπαιδευτικούς.

Για τις οικογένειες, η κατανόηση του υποτύπου του παιδιού τους μπορεί να προσφέρει καλύτερη καθοδήγηση, στοχευμένες παρεμβάσεις και ψυχολογική υποστήριξη. Όπως σχολιάζει η Jennifer Foss-Feig του Seaver Autism Center, η γνώση του γενετικού μηχανισμού πίσω από τη διάγνωση μπορεί να βοηθήσει στον προγραμματισμό της φροντίδας και της εκπαιδευτικής πορείας ενός παιδιού από τα πρώτα του χρόνια.

Τέλος, η μεθοδολογία της μελέτης δεν περιορίζεται στον αυτισμό. Αποτελεί ένα πρότυπο για την ανάλυση πολύπλοκων, ετερογενών παθήσεων με σκοπό την ανεύρεση ουσιαστικά διαφοροποιημένων κλινικών και βιολογικών υποτύπων, ανοίγοντας τον δρόμο για ένα νέο κεφάλαιο στην ιατρική έρευνα και πρακτική.

[via]

Loading