Εκατομμύρια άνθρωποι ίσως έχασαν την όσφρησή τους μετά τον COVID-19 χωρίς να το καταλάβουν

Περισσότερα από τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19, οι επιστήμονες συνεχίζουν να ανακαλύπτουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του ιού στον ανθρώπινο οργανισμό. Μια νέα έρευνα από τις ΗΠΑ δείχνει ότι ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων ενδέχεται να έχει χάσει —μερικώς ή ολικά— την όσφρησή του, χωρίς καν να το έχει αντιληφθεί.

Η απώλεια ή μείωση της όσφρησης είναι μια συχνή παρενέργεια των ιογενών λοιμώξεων, καθώς οι ιοί επηρεάζουν κύτταρα και υποδοχείς μέσα στις ρινικές οδούς. Με τον COVID-19, το φαινόμενο αυτό έγινε παγκοσμίως γνωστό: εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν προσωρινά την ικανότητα να μυρίζουν ή να γεύονται. Ωστόσο, για πολλούς, η όσφρηση δεν επανήλθε ποτέ πλήρως και αρκετοί μπορεί να μην το έχουν αντιληφθεί καν.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο JAMA Network Open, επιχειρεί να ρίξει φως σε αυτό το αθέατο πρόβλημα. Οι ερευνητές πραγματοποίησαν δοκιμές όσφρησης σε 2.956 άτομα που είχαν περάσει COVID-19 και σε 569 άτομα που δεν είχαν διαγνωστεί ποτέ θετικά. Κατά μέσο όρο, οι δοκιμές έγιναν 671 ημέρες μετά την αρχική διάγνωση, δηλαδή σχεδόν δύο χρόνια αργότερα.

Από όσους είχαν περάσει COVID-19, περίπου οι μισοί —1.393 άτομα— πίστευαν ότι είχαν πρόβλημα με την όσφρησή τους, κάτι που επιβεβαιώθηκε από τις δοκιμές στο 80% των περιπτώσεων. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ότι, από τους υπόλοιπους 1.563 που δεν ανέφεραν καμία δυσκολία, οι εξετάσεις έδειξαν πως το 66% είχε στην πραγματικότητα μερική ή πλήρη απώλεια όσφρησης.

«Τα ευρήματά μας επιβεβαιώνουν ότι όσοι έχουν ιστορικό COVID-19 διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να υποφέρουν από μειωμένη αίσθηση όσφρησης — ένα πρόβλημα που παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποτιμημένο στον γενικό πληθυσμό», εξήγησε η Leora Horwitz, γενική ιατρός από το New York University Grossman School of Medicine.

Το πιο παράδοξο εύρημα, ωστόσο, προήλθε από την ομάδα ελέγχου: ακόμη και μεταξύ όσων δεν είχαν καταγεγραμμένη λοίμωξη COVID-19, το 60% εμφάνισε ελλείψεις στην όσφρηση. Οι ερευνητές θεωρούν πιθανό κάποιοι από αυτούς να είχαν νοσήσει χωρίς να το γνωρίζουν, ιδιαίτερα στα πρώτα κύματα της πανδημίας όταν τα τεστ ήταν περιορισμένα.

Αν τα ευρήματα αυτά αντικατοπτρίζουν τον παγκόσμιο πληθυσμό, τότε μιλάμε για εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν σήμερα με μειωμένη όσφρηση χωρίς να το έχουν αντιληφθεί. Και αυτή η «σιωπηλή» απώλεια μπορεί να έχει μεγαλύτερες συνέπειες απ’ ό,τι νομίζουμε.

Η όσφρηση δεν είναι μόνο μια αίσθηση απόλαυσης, αλλά συνδέεται στενά με τη μνήμη, τα συναισθήματα και τη γνωστική λειτουργία. Επιπλέον, αποτελεί βασικό μηχανισμό ασφάλειας: μας προειδοποιεί για διαρροές αερίου, για τρόφιμα που έχουν αλλοιωθεί ή για φωτιά. Η απώλειά της μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ζωή με τρόπους που συχνά περνούν απαρατήρητοι, όπως η μειωμένη όρεξη ή η πτώση της διάθεσης.

Οι ερευνητές υποθέτουν ότι ένας από τους λόγους που πολλοί άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται την απώλεια όσφρησης μπορεί να σχετίζεται με βλάβες στον εγκέφαλο, οι οποίες μειώνουν την ικανότητα του ατόμου να αντιληφθεί τις αισθητηριακές αλλαγές. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι ο COVID-19 επηρεάζει περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται με τη μνήμη και τη γνωστική λειτουργία, κάτι που θυμίζει τα πρώιμα στάδια νευροεκφυλιστικών ασθενειών όπως το Alzheimer.

Παλαιότερες μελέτες έχουν ήδη δείξει ότι η απώλεια όσφρησης μπορεί να αποτελεί πρώιμο δείκτη για γνωστική έκπτωση. Το γεγονός ότι ο SARS-CoV-2 φαίνεται να επηρεάζει τόσο την όσφρηση όσο και τη γνωστική λειτουργία ενισχύει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα πάνω στη νευρολογική διάσταση της λοίμωξης.

Η Horwitz τονίζει ότι η ιατρική κοινότητα πρέπει να αρχίσει να αντιμετωπίζει την απώλεια όσφρησης ως σοβαρό μετα-λοιμώδες σύμπτωμα.

Οι γιατροί θα πρέπει να εξετάζουν συστηματικά την αίσθηση της όσφρησης στο πλαίσιο της μετα-COVID φροντίδας. Ακόμη κι αν οι ασθενείς δεν το παρατηρήσουν άμεσα, μια εξασθενημένη όσφρηση μπορεί να επηρεάσει βαθιά τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική τους υγεία.

[source]

Loading