Μια νέα έρευνα από τη Γαλλική Υπηρεσία Ασφάλειας Τροφίμων (ANSES) έρχεται να ταράξει τις βεβαιότητες γύρω από τις γυάλινες συσκευασίες, τις οποίες πολλοί θεωρούν ως την πιο ασφαλή και οικολογική επιλογή έναντι του πλαστικού. Σύμφωνα με τα ευρήματα, τα γυάλινα μπουκάλια όχι μόνο δεν είναι απαλλαγμένα από τα μικροπλαστικά, αλλά μπορεί να αποτελούν μια απρόσμενα σοβαρή πηγή έκθεσης σε αυτά.
Η έρευνα περιέλαβε την ανάλυση ποτών που συσκευάζονται σε διάφορους τύπους υλικών, όπως πλαστικό, γυαλί, μέταλλο και χαρτόνι. Σε όλες τις περιπτώσεις εντοπίστηκαν μικροπλαστικά, ωστόσο το πλέον ανησυχητικό εύρημα ήταν οι εξαιρετικά αυξημένες συγκεντρώσεις στα ποτά που βρίσκονται σε γυάλινες φιάλες. Συγκεκριμένα, τα επίπεδα μικροπλαστικής ρύπανσης σε αυτά τα δείγματα ήταν έως και 50 φορές υψηλότερα από εκείνα των πλαστικών φιαλών.
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς είναι δυνατόν ένα υλικό όπως το γυαλί, το οποίο θεωρείται ουδέτερο και μη αντιδραστικό, να σχετίζεται με τόσο υψηλά επίπεδα πλαστικών σωματιδίων. Οι ερευνητές, υπό την καθοδήγηση του Alexandre Dehaut, άρχισαν να εξετάζουν λεπτομερώς τις πιθανές πηγές ρύπανσης. Πολύ γρήγορα εντόπισαν έναν ύποπτο: τα μεταλλικά καπάκια με στεφάνι (crown caps), τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως για το σφράγισμα μπουκαλιών αναψυκτικών, μπίρας και νερού.
Μέσα από χημική ανάλυση και μικροσκοπική παρατήρηση, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα πλαστικά σωματίδια στα ποτά είχαν χρωματισμό και χημική σύνθεση παρόμοια με αυτή της πολυεστερικής μπογιάς που χρησιμοποιείται για την επίστρωση της εξωτερικής επιφάνειας των καπακιών. Η πηγή της ρύπανσης δεν ήταν το ίδιο το γυαλί, αλλά το εξάρτημα που το σφραγίζει.
Η μόλυνση φαίνεται πως ξεκινά ήδη πριν τα καπάκια τοποθετηθούν στα μπουκάλια. Κατά την αποθήκευση και τη μεταφορά, τα μεταλλικά καπάκια στοιβάζονται σε μεγάλες ποσότητες και τρίβονται μεταξύ τους, προκαλώντας μικροσκοπικές αποκολλήσεις της βαφής. Τα μικροπλαστικά αυτά θραύσματα εγκλωβίζονται στην εσωτερική επιφάνεια του καπακιού και τελικά καταλήγουν στο ρόφημα κατά την εμφιάλωση.
Αυτά τα σωματίδια, αόρατα στο ανθρώπινο μάτι, προστίθενται στο ήδη υπάρχον φορτίο μικροπλαστικών που εισέρχεται στον οργανισμό μας καθημερινά μέσω της διατροφής. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι πρόκειται για μόρια που ενδέχεται να περιέχουν χιλιάδες χημικές ουσίες, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και ουσίες με υψηλό τοξικολογικό ενδιαφέρον, όπως η δισφαινόλη Α (BPA) και οι φθαλικές ενώσεις. Οι ουσίες αυτές έχουν συνδεθεί με νευροτοξικές επιδράσεις, αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, καθώς και πιθανή συσχέτιση με ορισμένες μορφές καρκίνου.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ένα απλό ξέπλυμα των καπακιών πριν από τη χρήση μπορεί να αφαιρέσει μεγάλο μέρος των μικροπλαστικών. Ωστόσο, η εφαρμογή μιας τέτοιας διαδικασίας σε βιομηχανική κλίμακα κρίνεται εξαιρετικά δύσκολη και κοστοβόρα. Συνεπώς, η ευθύνη βαραίνει κυρίως τους κατασκευαστές, οι οποίοι καλούνται να επανεξετάσουν τις διαδικασίες παραγωγής και να εντοπίσουν τρόπους περιορισμού της μόλυνσης πριν καν φτάσει το καπάκι στο εργοστάσιο εμφιάλωσης.
Για τους καταναλωτές, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να παραμένουν ενήμεροι για τις εξελίξεις στην επιστημονική έρευνα και να απαιτούν μεγαλύτερη διαφάνεια και αυστηρότερη ρύθμιση από τις βιομηχανίες ποτών και τροφίμων. Η μελέτη αυτή υπενθυμίζει για ακόμη μία φορά ότι η ρύπανση από μικροπλαστικά δεν είναι ένα ζήτημα που περιορίζεται στις πλαστικές σακούλες ή στα καλαμάκια, αλλά διεισδύει σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας, ακόμη και μέσω υλικών που μέχρι σήμερα θεωρούσαμε ακίνδυνα.
[via]