Η Ευρώπη κηρύσσει πόλεμο στη σπατάλη τροφίμων και υφασμάτων

Η Ευρωπαϊκή Ένωση κάνει ένα αποφασιστικό βήμα απέναντι σε δύο από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές προκλήσεις της εποχής: τη σπατάλη τροφίμων και τη διαχείριση των αποβλήτων της βιομηχανίας μόδας. Την περασμένη Τρίτη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε το τελικό «πράσινο φως» σε μια νέα, αυστηρή οδηγία, η οποία φέρνει για πρώτη φορά δεσμευτικούς στόχους μείωσης των απορριμμάτων τροφίμων, ενώ θεσπίζει και το πλαίσιο της λεγόμενης «διευρυμένης ευθύνης παραγωγού» για τα υφάσματα.

Με άλλα λόγια, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της μόδας θα πρέπει να αναλάβουν το κόστος που δημιουργούν τα προϊόντα τους όταν αυτά φτάνουν στο τέλος του κύκλου ζωής τους. Συλλογή, διαλογή, ανακύκλωση και τελική διαχείριση δεν θα επιβαρύνουν πλέον αποκλειστικά τους δήμους ή τους καταναλωτές, αλλά θα αποτελούν ευθύνη των ίδιων των παραγωγών. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική αλλαγή, η οποία αναμένεται να πιέσει ιδιαίτερα τα επιχειρηματικά μοντέλα του «ultra-fast fashion», τα οποία βασίζονται σε φθηνά και βραχύβια προϊόντα με τεράστιο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Η οδηγία ορίζει πως μέσα σε 30 μήνες από την έναρξη ισχύος της, κάθε κράτος-μέλος θα πρέπει να έχει θεσπίσει το δικό του σύστημα EPR (Extended Producer Responsibility) για την κλωστοϋφαντουργία. Σε αυτό θα υπάγονται όλες οι επιχειρήσεις που διαθέτουν ενδύματα, υποδήματα ή άλλα υφασμάτινα προϊόντα στην ευρωπαϊκή αγορά, ανεξαρτήτως αν εδρεύουν εντός ή εκτός ΕΕ. Ακόμη και οι διαδικτυακές πλατφόρμες πώλησης θα πρέπει να συμμορφωθούν, καθώς το μέτρο έχει σχεδιαστεί ώστε να κλείσει κάθε πιθανό «παραθυράκι» αποφυγής ευθύνης.

Στο μέτωπο της σπατάλης τροφίμων, η νομοθεσία βάζει τον πήχη ψηλά. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030, κάθε κράτος-μέλος θα πρέπει να έχει πετύχει μείωση 10% στα απορρίμματα που προκύπτουν κατά τη βιομηχανική επεξεργασία και παραγωγή τροφίμων. Ταυτόχρονα, θα απαιτείται μείωση 30% ανά κάτοικο στους τομείς του λιανεμπορίου, της εστίασης και της οικιακής κατανάλωσης. Για να ενισχυθεί η επίτευξη των στόχων, τα κράτη θα κληθούν να υιοθετήσουν μέτρα που θα διευκολύνουν τη δωρεά πλεονασμάτων τροφίμων, τα οποία σήμερα καταλήγουν σε χωματερές, ενώ θα μπορούσαν να καλύψουν κοινωνικές ανάγκες.

Η κίνηση αυτή δεν ήρθε τυχαία. Τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΕ είναι ανησυχητικά. Κάθε χρόνο παράγονται σχεδόν 60 εκατομμύρια τόνοι απορριμμάτων τροφίμων, δηλαδή περίπου 132 κιλά για κάθε Ευρωπαίο πολίτη. Στο ίδιο διάστημα, οι Ευρωπαίοι πετούν 12,6 εκατομμύρια τόνους υφασμάτων – ισοδύναμο με 12 κιλά ανά άτομο. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι σε παγκόσμια κλίμακα, λιγότερο από το 1% των υφασμάτων ανακυκλώνεται και μετατρέπεται σε καινούργια προϊόντα.

Η νέα οδηγία φιλοδοξεί να ανατρέψει αυτή τη ζοφερή εικόνα. Με την υιοθέτηση συγκεκριμένων δεσμευτικών στόχων και την ενεργό εμπλοκή των εταιρειών, η ΕΕ στέλνει μήνυμα πως δεν αρκούν πλέον οι εθελοντικές πρωτοβουλίες ή οι αποσπασματικές δράσεις. Η αλλαγή απαιτεί κοινή και συντονισμένη προσπάθεια, με ξεκάθαρη λογοδοσία.

Για τις εταιρείες μόδας, η πρόκληση είναι τεράστια. Θα χρειαστεί να επανασχεδιάσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες τους, να επενδύσουν σε υλικά που μπορούν να ανακυκλωθούν πιο εύκολα και να εντάξουν διαδικασίες κυκλικής οικονομίας στο επιχειρηματικό τους μοντέλο. Παράλληλα, αναμένεται να ενισχυθεί η πίεση προς τις καταναλωτικές συνήθειες, καθώς το κόστος διαχείρισης των αποβλήτων ενδέχεται να μετακυλιστεί εν μέρει στις τιμές.

Στον τομέα των τροφίμων, η νέα πολιτική μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές σε κάθε κρίκο της αλυσίδας, από τους παραγωγούς και τους μεταποιητές μέχρι τα σούπερ μάρκετ και τα εστιατόρια. Η μείωση των αποβλήτων δεν αφορά μόνο το περιβάλλον, αλλά και την οικονομία: λιγότερα τρόφιμα στα σκουπίδια σημαίνει καλύτερη αξιοποίηση των πόρων, μικρότερη ενεργειακή σπατάλη και, σε τελική ανάλυση, μείωση του κόστους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι η οδηγία αυτή αποτελεί κομβικό βήμα προς την υλοποίηση των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας και της στρατηγικής για την κυκλική οικονομία. Αν τα κράτη-μέλη εφαρμόσουν πιστά τα νέα μέτρα, οι θετικές επιπτώσεις θα είναι πολλαπλές: μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, περιορισμός της πίεσης στους φυσικούς πόρους και βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών.

[via]

Loading