Η μεγάλη ανατροπή: Η νηστεία (fasting) δεν επηρεάζει τον εγκέφαλο όπως νομίζαμε

Για δεκαετίες έχουμε μεγαλώσει με τη φράση «το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας», μια φράση που συνοδεύεται από τη διαρκή υπενθύμιση ότι «αν δεν φας, το μυαλό σου δε δουλεύει». Οι διαφημίσεις για σνακ επιμένουν ότι «δεν είσαι ο εαυτός σου όταν πεινάς», ενισχύοντας τη συλλογική πεποίθηση πως η συνεχής κατανάλωση τροφής είναι απαραίτητη για να μείνουμε συγκεντρωμένοι και αποδοτικοί.

Ωστόσο, μια νέα εκτεταμένη ανασκόπηση ερευνών έρχεται να ανατρέψει αυτή την ιδέα. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Auckland πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη για το πώς η νηστεία (fasting) επηρεάζει τη γνωστική λειτουργία και τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά: το να παραλείψεις το φαγητό δεν μειώνει την πνευματική σου απόδοση.

Η νηστεία δεν είναι απλώς ένα ακόμα διατροφικό trend. Πρόκειται για έναν αρχαίο βιολογικό μηχανισμό που βοήθησε τον άνθρωπο να επιβιώσει σε περιόδους έλλειψης τροφής. Όταν τρώμε συχνά, ο εγκέφαλος λειτουργεί κυρίως με γλυκόζη, που αποθηκεύεται στο σώμα ως γλυκογόνο. Μετά από περίπου 12 ώρες χωρίς φαγητό, αυτά τα αποθέματα εξαντλούνται και ο οργανισμός κάνει μια «μεταβολική στροφή»: αρχίζει να καίει λίπος, παράγοντας κετονικά σώματα, ουσίες που λειτουργούν ως εναλλακτικό καύσιμο για τον εγκέφαλο.

Αυτή η ευελιξία, που κάποτε ήταν ζήτημα επιβίωσης, σήμερα συνδέεται με πληθώρα οφελών για την υγεία: βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, μείωση του κινδύνου διαβήτη τύπου 2, ενεργοποίηση της αυτοφαγίας, μιας διαδικασίας «καθαρισμού» των κυττάρων που προάγει τη μακροζωία. Δεν είναι τυχαίο που η διαλειμματική νηστεία έχει γίνει δημοφιλής σε όσους επιδιώκουν καλύτερο μεταβολισμό και έλεγχο βάρους.

Παρά τα φυσιολογικά οφέλη της, πολλοί διστάζουν να νηστέψουν επειδή πιστεύουν ότι χωρίς τροφή ο εγκέφαλος «θολώνει». Για να διερευνήσουν αυτή την πεποίθηση, οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια μετα-ανάλυση, δηλαδή μια συγκεντρωτική μελέτη που εξετάζει δεκάδες προηγούμενες έρευνες.

Συνολικά, ανέλυσαν 63 επιστημονικά άρθρα, που περιελάμβαναν 71 ανεξάρτητες μελέτες και πάνω από 3.400 συμμετέχοντες. Τα πειράματα, τα οποία κάλυπταν χρονικό εύρος σχεδόν 70 ετών (1958–2025), περιελάμβαναν 222 διαφορετικά τεστ γνωστικών λειτουργιών, όπως μνήμη, προσοχή και εκτελεστικός έλεγχος.

Το συμπέρασμα; Δεν υπήρχε καμία ουσιαστική διαφορά στις επιδόσεις μεταξύ ανθρώπων που είχαν φάει πρόσφατα και εκείνων που ήταν νηστικοί. Οι ενήλικες μπορούσαν να συγκεντρωθούν, να θυμηθούν και να επεξεργαστούν πληροφορίες εξίσου καλά, ανεξάρτητα από το αν είχαν γευματίσει.

Η ανάλυση αποκάλυψε τρεις παράγοντες που μπορούν να διαφοροποιήσουν τα αποτελέσματα. Ο πρώτος είναι η ηλικία. Ενώ οι ενήλικες δεν επηρεάζονται γνωστικά από τη νηστεία, τα παιδιά και οι έφηβοι τα πήγαν χειρότερα σε τεστ μνήμης και προσοχής όταν είχαν παραλείψει το πρωινό. Οι εγκέφαλοί τους φαίνεται να είναι πιο ευαίσθητοι στις μεταβολές ενέργειας, επιβεβαιώνοντας ότι ένα σωστό πρωινό παραμένει σημαντικό για τη μάθηση.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι η διάρκεια της νηστείας. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσο περισσότερο διαρκεί η αποχή από το φαγητό, τόσο μικρότερη είναι η διαφορά απόδοσης ανάμεσα στους «νηστικούς» και τους «χορτάτους». Η εξήγηση είναι πως, μετά από κάποιες ώρες, το σώμα περνά στη φάση των κετονών, αποκαθιστώντας την παροχή ενέργειας στον εγκέφαλο.

Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζει και το είδος των γνωστικών τεστ. Σε ουδέτερα τεστ όπως αναγνώριση σχημάτων ή συμβόλων, οι νηστεύοντες απέδιδαν το ίδιο ή και ελαφρώς καλύτερα. Όμως, όταν τα τεστ περιείχαν ερεθίσματα που σχετίζονταν με φαγητό, η απόδοσή τους έπεφτε. Με άλλα λόγια, η πείνα δεν προκαλεί γενικευμένη «ομίχλη» στον εγκέφαλο, αλλά μπορεί να κάνει τον νου πιο ευάλωτο σε αποσπάσεις προσοχής που θυμίζουν... ψυγείο.

Για τους περισσότερους υγιείς ενήλικες, το μήνυμα είναι ότι μπορείτε να δοκιμάσετε τη διαλειμματική νηστεία χωρίς φόβο ότι η σκέψη σας θα θολώσει ή η συγκέντρωσή σας θα μειωθεί. Παρόλα αυτά, δεν είναι μια πρακτική που ταιριάζει σε όλους. Τα παιδιά και οι έφηβοι χρειάζονται σταθερή παροχή ενέργειας, ενώ όσοι εργάζονται σε απαιτητικές συνθήκες ή αργά μέσα στην ημέρα μπορεί να δυσκολευτούν περισσότερο να τη διατηρήσουν.

Επιπλέον, όσοι έχουν συγκεκριμένες ιατρικές ή διατροφικές ανάγκες θα πρέπει να συμβουλεύονται γιατρό πριν ξεκινήσουν οποιαδήποτε μορφή νηστείας.

[source]

Loading