Η προοπτική να ελέγχει κανείς έναν υπολογιστή ή ένα smartphone με τη σκέψη του παύει πλέον να αποτελεί αποκύημα της επιστημονικής φαντασίας. Η Neuralink, η φιλόδοξη εταιρεία νευροτεχνολογίας του Elon Musk, ανακοίνωσε την έναρξη της πρώτης της κλινικής δοκιμής επί ευρωπαϊκού εδάφους, και συγκεκριμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η είδηση αυτή σηματοδοτεί την είσοδο της Ευρώπης σε μια από τις πιο φιλόδοξες και πολυσυζητημένες τεχνολογίες των τελευταίων ετών: τις διεπαφές εγκεφάλου-υπολογιστή (BCI - Brain-Computer Interfaces).
Το πρόγραμμα δοκιμών έλαβε την έγκριση της βρετανικής αρχής για τα φάρμακα και τις ιατρικές συσκευές (MHRA) και αφορά επτά ασθενείς που ζουν με σοβαρές μορφές παράλυσης. Πρόκειται για άτομα που έχουν υποστεί τραυματισμούς στη σπονδυλική στήλη ή πάσχουν από εκφυλιστικές παθήσεις όπως η Αμυοτροφική Πλευρική Σκλήρυνση (ALS). Η πρωτοβουλία υλοποιείται σε συνεργασία με δύο από τα πλέον αναγνωρισμένα ιατρικά ιδρύματα της χώρας, το University College London Hospitals και το Newcastle upon Tyne Hospitals. Ο στόχος είναι σαφής: να επιτραπεί σε αυτούς τους ασθενείς να αλληλεπιδρούν με ψηφιακές συσκευές χωρίς καμία φυσική κίνηση.
Στο επίκεντρο της τεχνολογίας βρίσκεται η συσκευή N1, ένα μικροτσίπ σε μέγεθος νομίσματος των 50 λεπτών του ευρώ, το οποίο εμφυτεύεται κάτω από το κρανίο. Από αυτό το μικρό «κέντρο ελέγχου» εκτείνονται 128 εξαιρετικά λεπτά νήματα, πιο λεπτά και από ανθρώπινη τρίχα, που φέρουν περίπου χίλιους ηλεκτρόδια. Αυτά παρακολουθούν τη νευρωνική δραστηριότητα και τη μεταφράζουν σε ψηφιακές εντολές, όπως η μετακίνηση του κέρσορα ή η πληκτρολόγηση σε εικονικό πληκτρολόγιο. Η ίδια η εμφύτευση της συσκευής πραγματοποιείται με τη βοήθεια του ρομποτικού χειρουργικού συστήματος R1, που έχει αναπτυχθεί επίσης από την Neuralink.
Η νέα αυτή φάση βασίζεται στα δεδομένα και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις πρώτες δοκιμές στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2024. Το πιο γνωστό περιστατικό ήταν εκείνο του Noland Arbaugh, ο οποίος κατάφερε να παίζει βιντεοπαιχνίδια και να χρησιμοποιεί υπολογιστή μόνο με τη σκέψη του. Ωστόσο, η περίπτωσή του ανέδειξε και ορισμένες από τις τεχνικές προκλήσεις. Λίγες εβδομάδες μετά την εμφύτευση, περίπου το 85% των ινών του τσιπ αποσυνδέθηκε από τον εγκέφαλο, περιορίζοντας τη λειτουργικότητά του. Οι μηχανικοί της Neuralink επενέβησαν με ενημέρωση λογισμικού, βελτιώνοντας την ευαισθησία στην ανίχνευση των σημάτων και αποκαθιστώντας την απόδοση της συσκευής.
Η παρουσία της Neuralink στο Ηνωμένο Βασίλειο εντάσσεται σε μια ευρύτερη διεθνή στρατηγική επέκτασης, με σχέδια για μελλοντικές δοκιμές στον Καναδά και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Από την ίδρυσή της το 2016, η εταιρεία έχει συγκεντρώσει κεφάλαια ύψους περίπου 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, με έναν από τους πιο πρόσφατους κύκλους χρηματοδότησης να αποφέρει σχεδόν 600 εκατομμύρια ευρώ και να ανεβάζει την αποτίμησή της κοντά στα 8,3 δισεκατομμύρια.
Ο Harith Akram, νευροχειρουργός στο University College London Hospitals, χαρακτήρισε την έναρξη της δοκιμής ως ένα ορόσημο με δυνατότητα να αλλάξει δραστικά τη ζωή ανθρώπων με σοβαρές νευρολογικές παθήσεις. Αν και ο άμεσος στόχος είναι η αποκατάσταση της ψηφιακής αυτονομίας των ασθενών, ο μακροπρόθεσμος ορίζοντας που περιγράφει ο Elon Musk είναι ακόμη πιο φιλόδοξος. Οραματίζεται έναν μελλοντικό «συμβιωτικό» δεσμό μεταξύ ανθρώπου και τεχνητής νοημοσύνης, με προοπτικές όπως η αποκατάσταση της όρασης, η ενίσχυση των γνωστικών ικανοτήτων ή ακόμα και η δυνατότητα αποθήκευσης και ανάκτησης αναμνήσεων.
Παρά τα φιλόδοξα σχέδια, η τεχνολογία βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Τα ερωτήματα παραμένουν πολλά: από το πώς θα διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη σταθερότητα των εμφυτευμάτων μέχρι τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης σε συνεργασία με μηχανές. Ωστόσο, με την είσοδο της Neuralink σε ευρωπαϊκό έδαφος και τη συμμετοχή σημαντικών ιατρικών φορέων, το πεδίο της έρευνας αποκτά νέα δυναμική – και ίσως και ένα βήμα πιο κοντά στο να γίνει η σκέψη μας το πιο ισχυρό εργαλείο αλληλεπίδρασης με τον ψηφιακό κόσμο.
[via]