Η Ρωσία συνεχίζει να εντείνει τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού του πυρηνικού της οπλοστασίου, παρουσιάζοντας πλέον τον ταχύτερο πυρηνικό πύραυλο στον κόσμο: τον R-37M, ο οποίος μπορεί να φτάσει ταχύτητα έως και Mach 6, δηλαδή έξι φορές την ταχύτητα του ήχου. Ο συγκεκριμένος πύραυλος, σχεδιασμένος για αερομαχίες αέρος-αέρος, έχει την ικανότητα να πλήττει στόχους σε απόσταση έως και 400 χιλιομέτρων, όταν εκτοξεύεται από μεγάλα ύψη, όπως αυτά που επιτυγχάνουν τα μαχητικά MiG-31BM.
Ο R-37M, γνωστός στο ΝΑΤΟ με την κωδική ονομασία AA-13 Axehead, αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και προορίζεται κυρίως για την εξουδετέρωση στρατηγικών στόχων υψηλής προτεραιότητας. Αυτοί περιλαμβάνουν ιπτάμενα ραντάρ τύπου AWACS, αεροσκάφη ανεφοδιασμού και συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου. Σύμφωνα με έκθεση της Υπηρεσίας Στρατιωτικών Πληροφοριών των ΗΠΑ (DIA), ο πύραυλος, που φέρει κεφαλή 60 κιλών, είναι πιθανό να εξοπλιστεί με μικρού μεγέθους πυρηνική κεφαλή, αυξάνοντας την επιθετική του δυναμική.
Ταυτόχρονα, η Μόσχα ενισχύει και τις τακτικές πυρηνικές της δυνάμεις, ιδίως μέσω της συνεργασίας με τη Λευκορωσία. Στη χώρα αυτή κατασκευάζονται νέα πυρηνικά αποθηκευτικά κέντρα, ενώ τοπικές στρατιωτικές μονάδες εκπαιδεύονται στη χρήση και ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Η μεταφορά ρωσικών αεροσκαφών που μπορούν να φέρουν πυρηνικά όπλα στην περιοχή υποδηλώνει περαιτέρω στρατιωτική ενίσχυση στον χώρο της Βαλτικής, αλλά και αύξηση της γεωπολιτικής πίεσης προς την Ευρώπη.
Η έκθεση της DIA, η οποία επικαιροποιήθηκε τον Μάιο του 2025, αναφέρει ότι η Ρωσία διαθέτει περίπου 1.550 στρατηγικές πυρηνικές κεφαλές σε ενεργό ανάπτυξη, τηρώντας τα όρια της συνθήκης New START, ενώ το τακτικό της οπλοστάσιο υπολογίζεται σε περίπου 2.000 κεφαλές. Παρότι η ρητορική γύρω από τα πυρηνικά έχει ενταθεί, η πιθανότητα χρήσης τους στον πόλεμο της Ουκρανίας θεωρείται εξαιρετικά χαμηλή και περιορίζεται μόνο σε σενάρια υπαρξιακής απειλής για το ρωσικό καθεστώς.
Πέρα από τις εξελίξεις στον τομέα των πυραύλων, η έκθεση εξετάζει και τις δυνατότητες της Ρωσίας στον τομέα των χημικών και βιολογικών όπλων. Παρόλο που δεν υπάρχουν αποδείξεις για χρήση νευροτοξικών παραγόντων τέταρτης γενιάς σε πολεμικές συνθήκες (όπως είχε παρατηρηθεί σε στοχευμένες επιθέσεις στο παρελθόν) η Ρωσία εκτιμάται ότι επενδύει σε προγράμματα ανάπτυξης και αποθήκευσης τέτοιων όπλων.
Η έκθεση αναφέρεται επίσης στην Κίνα, η οποία εντείνει τον δικό της πυρηνικό εξοπλισμό. Το Πεκίνο διαθέτει πλέον πάνω από 600 πυρηνικές κεφαλές σε λειτουργία και, σύμφωνα με τις προβλέψεις, μπορεί να ξεπεράσει τις 1.000 έως το 2030. Η Κίνα φαίνεται να υιοθετεί μια στρατηγική ευέλικτης αποτροπής και ταχείας απόκρισης, επιδιώκοντας να προσαρμοστεί στο διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο.
Οι εξελίξεις αυτές καταδεικνύουν μια νέα περίοδο ανασύνταξης και επανεξοπλισμού των πυρηνικών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη Ρωσία να επιδιώκει την ανάκτηση της στρατηγικής της ισχύος, εν μέσω εντεινόμενων εντάσεων και ανταγωνισμού με τη Δύση.
[via]