Η ιβουπροφαίνη είναι από εκείνα τα φάρμακα που σχεδόν όλοι έχουμε χρησιμοποιήσει — για πονοκεφάλους, πόνους περιόδου ή απλώς για να καταπραΰνουμε έναν μυϊκό πόνο. Όμως, νέα έρευνα δείχνει ότι αυτό το καθημερινό αναλγητικό ίσως κάνει πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζαμε: θα μπορούσε να έχει αντικαρκινικές ιδιότητες.
Η ιδέα δεν είναι τόσο απίθανη όσο ακούγεται. Οι επιστήμονες γνωρίζουν εδώ και χρόνια ότι η φλεγμονή συνδέεται στενά με την ανάπτυξη και την εξάπλωση πολλών μορφών καρκίνου. Η ιβουπροφαίνη, που ανήκει στην κατηγορία των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (NSAIDs), έχει μπει πλέον στο μικροσκόπιο, καθώς φαίνεται να επηρεάζει μηχανισμούς που σχετίζονται άμεσα με αυτή τη διαδικασία.
Ήδη από τη δεκαετία του 1980, υπήρχαν ενδείξεις πως κάποια NSAIDs, όπως η σουλινδάκη, μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου. Από τότε, η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να κατανοήσει αν και πώς αυτά τα φάρμακα μπορούν να ανακόψουν ή να προλάβουν την ανάπτυξη και άλλων κακοηθειών.
Η ιβουπροφαίνη δρα αναστέλλοντας τα ένζυμα COX-1 και COX-2, που εμπλέκονται τόσο στην προστασία των ιστών όσο και στη ρύθμιση της φλεγμονής. Το COX-1 βοηθά στη διατήρηση του βλεννογόνου του στομάχου και της νεφρικής λειτουργίας, ενώ το COX-2 ενεργοποιείται κυρίως όταν υπάρχει φλεγμονή ή τραυματισμός. Όταν αυτά τα ένζυμα μπλοκάρονται, μειώνεται η παραγωγή προσταγλανδινών – χημικών μορίων που προωθούν τη φλεγμονή αλλά και την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων.
Μια πρόσφατη μελέτη του 2025 εστίασε στην πιθανή σχέση της ιβουπροφαίνης με τον καρκίνο του ενδομητρίου, τη συχνότερη μορφή καρκίνου της μήτρας που εμφανίζεται κυρίως μετά την εμμηνόπαυση. Αναλύοντας δεδομένα από την έρευνα Prostate, Lung, Colorectal and Ovarian (PLCO) σε περισσότερες από 42.000 γυναίκες ηλικίας 55 έως 74 ετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσες λάμβαναν τουλάχιστον 30 δισκία ιβουπροφαίνης το μήνα είχαν κατά 25% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου σε σχέση με όσες έπαιρναν λιγότερα από τέσσερα. Το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα έντονο στις γυναίκες με καρδιολογικά προβλήματα.
Αντίθετα, το γνωστότερο NSAID, η ασπιρίνη, δεν έδειξε το ίδιο προστατευτικό αποτέλεσμα για τον καρκίνο της μήτρας, αν και έχει συνδεθεί με μειωμένο κίνδυνο υποτροπής του καρκίνου του εντέρου. Άλλα φάρμακα της ίδιας κατηγορίας, όπως η ναπροξένη, έχουν μελετηθεί για πιθανή δράση ενάντια σε καρκίνους του παχέος εντέρου, της ουροδόχου κύστης και του μαστού, αλλά τα αποτελέσματα φαίνεται να εξαρτώνται από τον τύπο του καρκίνου, τη γενετική προδιάθεση και τις υποκείμενες παθήσεις κάθε ασθενούς.
Πέρα από τον καρκίνο του ενδομητρίου, αρκετές μελέτες υποδεικνύουν ότι η ιβουπροφαίνη μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης και άλλων μορφών καρκίνου — του εντέρου, του μαστού, των πνευμόνων και του προστάτη. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι μπορεί να μειώσει την πιθανότητα επανεμφάνισης καρκίνου του εντέρου σε ασθενείς που είχαν ήδη διαγνωστεί, ή ακόμα και να επιβραδύνει την ανάπτυξη όγκων σε πειραματικά μοντέλα.
Η εξήγηση, όπως φαίνεται, κρύβεται στο πώς η ιβουπροφαίνη περιορίζει τη δράση των φλεγμονωδών μονοπατιών. Με την αναστολή του ενζύμου COX-2, μειώνονται τα επίπεδα προσταγλανδινών που τροφοδοτούν την ανάπτυξη των όγκων. Παράλληλα, το φάρμακο φαίνεται να επηρεάζει γονίδια όπως τα HIF-1α, NFκB και STAT3 — γονίδια που βοηθούν τα καρκινικά κύτταρα να επιβιώνουν σε συνθήκες χαμηλού οξυγόνου ή να αντιστέκονται στις θεραπείες. Η μείωση της δραστηριότητάς τους καθιστά τα κύτταρα πιο ευάλωτα, ίσως και πιο δεκτικά σε χημειοθεραπεία.
Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Μια άλλη μεγάλη μελέτη σε 7.751 ασθενείς έδειξε ότι η λήψη ασπιρίνης μετά από διάγνωση καρκίνου του ενδομητρίου συνδεόταν με αυξημένη θνησιμότητα, ειδικά σε όσες γυναίκες είχαν ήδη κάνει χρήση πριν τη διάγνωση. Παρόμοιες παρατηρήσεις έγιναν και για άλλα NSAIDs, γεγονός που δείχνει ότι οι σχέσεις μεταξύ φλεγμονής, ανοσολογικής απόκρισης και καρκίνου είναι πολύ πιο περίπλοκες απ’ όσο φαίνεται.
Οι ειδικοί πάντως προειδοποιούν: δεν πρέπει κανείς να παίρνει ιβουπροφαίνη προληπτικά χωρίς ιατρική καθοδήγηση. Η μακροχρόνια ή υψηλή χρήση του μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες, όπως έλκη στομάχου, γαστρεντερικές αιμορραγίες και νεφρική βλάβη. Σε σπανιότερες περιπτώσεις μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού, ενώ αλληλεπιδρά και με φάρμακα όπως η βαρφαρίνη ή ορισμένα αντικαταθλιπτικά, αυξάνοντας περαιτέρω τον κίνδυνο αιμορραγίας.
Η προοπτική ότι ένα τόσο απλό και προσβάσιμο φάρμακο μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη του καρκίνου είναι συναρπαστική, αλλά η επιστήμη χρειάζεται ακόμη περισσότερα δεδομένα για να επιβεβαιώσει αυτή τη σύνδεση. Αν τα ευρήματα επαληθευτούν, η ιβουπροφαίνη θα μπορούσε στο μέλλον να αποτελέσει μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής μείωσης του καρκινικού κινδύνου, ειδικά για ομάδες υψηλού ρίσκου.
[source]