Η νόσος Αλτσχάιμερ πλήττει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, καθώς ο πληθυσμός άνω των 65 ετών (ηλικιακή ομάδα που είναι πιο ευάλωτη στην άνοια) αυξάνεται Τα ποσοστά αυξάνονται θεαματικά με την ηλικία: περίπου το 5% των ατόμων 65-74 ετών παρουσιάζουν συμπτώματα της νόσου, ενώ το ποσοστό υπερβαίνει το 33% στους άνω των 85.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα νέο διαγνωστικό εργαλείο υπόσχεται να φέρει επανάσταση στην προσέγγιση της νόσου: μια απλή αιματολογική εξέταση μπορεί πλέον να προσφέρει αξιόπιστη ένδειξη παρουσίας της νόσου, βασιζόμενο σε δύο βασικές πρωτεΐνες του αίματος που συνδέονται με τη δημιουργία αμυλοειδών πλακών στον εγκέφαλο, το κύριο παθολογικό χαρακτηριστικό της νόσου Αλτσχάιμερ.
Μέχρι τώρα, οι πιο ακριβείς διαγνωστικές μέθοδοι ήταν ιδιαίτερα επεμβατικές και δαπανηρές. Περιλάμβαναν PET scans, με χρήση ραδιενεργών ουσιών, καθώς και οσφυονωτιαίες παρακεντήσεις για συλλογή εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Συχνά επιστρατεύονταν και μαγνητικές ή αξονικές τομογραφίες, κυρίως για να αποκλειστούν άλλες αιτίες γνωστικής εξασθένησης.
Το νέο τεστ, με την επιστημονική ονομασία "Lumipulse G pTau217/ß-Amyloid 1-42 Plasma Ratio", έχει σχεδιαστεί για άτομα ηλικίας 55 ετών και άνω που εμφανίζουν επιβεβαιωμένα συμπτώματα γνωστικής έκπτωσης. Χάρη στη δυνατότητα ανίχνευσης του λόγου μεταξύ δύο ειδικών πρωτεϊνών στο πλάσμα του αίματος, το τεστ εντοπίζει την παρουσία αμυλοειδών πλακών, προτού ακόμα επιβεβαιωθεί η διάγνωση με παραδοσιακά μέσα.
Όπως εξηγεί ο Dr. Gregg Day, νευρολόγος στην Mayo Clinic στη Φλόριντα και επικεφαλής σχετικής μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Journal of the Alzheimer’s Association, τόσο οι γενικοί ιατροί όσο και οι εξειδικευμένοι νευρολόγοι μπορούν να παραγγείλουν το τεστ, το οποίο αποδείχθηκε εξίσου ακριβές ανεξαρτήτως του ποιος γιατρός το ζήτησε. Με βάση μελέτη του 2024 στο περιοδικό JAMA, το τεστ μπορεί να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει τη νόσο σε ασθενείς με ύποπτα συμπτώματα, με μεγάλη αξιοπιστία.
Ο γενικός γιατρός μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει τα αποτελέσματα για να αποφασίσει αν θα παραπέμψει τον ασθενή σε νευρολόγο ή αν θα ξεκινήσει θεραπεία ο ίδιος. Σε πιο ήπιες περιπτώσεις, μπορεί να συνταγογραφήσει φάρμακα όπως το donepezil, που στοχεύουν στη βελτίωση της γνωστικής λειτουργίας. Για πιο προχωρημένες μορφές, φάρμακα όπως το lecanemab ή το donanemab, τα οποία επηρεάζουν την εξέλιξη της νόσου, απαιτούν παρακολούθηση από ειδικό. Ο Dr. Day αναμένει ότι, με την έγκριση του τεστ από τον FDA, θα καλύπτεται τόσο από το Medicare όσο και από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Ο Dr. Sayad Ausim Azizi, διευθυντής του τμήματος Νευρολογίας Συμπεριφοράς στο Yale School of Medicine, παρομοιάζει τον εγκέφαλο με σκουριασμένη μηχανή. Οι πλάκες λειτουργούν σαν «σκουριά», εμποδίζοντας την εύρυθμη λειτουργία, ενώ τα υπάρχοντα φάρμακα λειτουργούν σαν «λάδι» που βοηθά τον εγκέφαλο να συνεχίσει να λειτουργεί, χωρίς, ωστόσο, να αφαιρούν τη «σκουριά».
Μελέτες δείχνουν ότι οι θεραπείες μπορούν να επιβραδύνουν την επιδείνωση της λειτουργίας του εγκεφάλου κατά 30-40%. Έτσι, οι ασθενείς μπορούν να διατηρήσουν την αυτονομία τους για περισσότερα χρόνια. Ο Dr. Azizi επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι, χωρίς θεραπεία, κάποιος που σήμερα ζει αυτόνομα ίσως χάσει την ικανότητα αυτή σε πέντε χρόνια. Με θεραπεία, αυτό το διάστημα μπορεί να επεκταθεί στα οκτώ χρόνια.
Η εισαγωγή αυτού του αιματολογικού τεστ στη διαγνωστική διαδικασία υπόσχεται να οδηγήσει σε ταχύτερες παρεμβάσεις, αυξάνοντας τις πιθανότητες αποτελεσματικής αντιμετώπισης και διατήρησης της ποιότητας ζωής των ασθενών.
[via]