Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει στη θεραπεία των κρίσεων πανικού, μιας ψυχικής πάθησης που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και μπορεί να καταστήσει την καθημερινότητα ανυπόφορη. Ερευνητές στο Mackay Institute of Research and Innovation (MIRI), το ερευνητικό κέντρο του Mackay Hospital and Health Service στην Αυστραλία, ξεκινούν κλινικές δοκιμές ενός νέου συνδυαστικού φαρμάκου που θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τον τρόπο αντιμετώπισης της νόσου. Πρόκειται για την πρώτη φορά μετά το 2003 που εμφανίζεται στον ορίζοντα μια νέα φαρμακευτική επιλογή για τους ασθενείς με διαταραχή πανικού.
Η μελέτη, που βρίσκεται στο στάδιο στρατολόγησης εθελοντών ηλικίας 18 έως 65 ετών, θα εξετάσει την αποτελεσματικότητα ενός από του στόματος σκευάσματος το οποίο βασίζεται στον συνδυασμό δύο ήδη υπάρχοντων φαρμάκων. Η καινοτομία δεν έγκειται μόνο στη σύνθεση, αλλά και στο γεγονός ότι τα συγκεκριμένα φάρμακα είναι ευρέως διαδεδομένα και θεωρούνται ασφαλή, ενώ δεν συνδέονται με τον κίνδυνο εθισμού που χαρακτηρίζει αρκετές από τις σημερινές θεραπείες.
Η κρίση πανικού αφορά μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού και χαρακτηρίζεται από ξαφνικά, επαναλαμβανόμενα επεισόδια έντονου φόβου. Οι κρίσεις αυτές, αν και δεν είναι άμεσα επικίνδυνες για τη σωματική υγεία, συνοδεύονται από οδυνηρά συμπτώματα: πόνο ή σφίξιμο στο στήθος, ζάλη, ναυτία, δυσκολία στην αναπνοή. Τα συμπτώματα συχνά οδηγούν σε υπερδιέγερση και μόνιμη ανησυχία, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που μπορεί να απομονώσει τον ασθενή από την κοινωνική και επαγγελματική του ζωή.
«Η ζωή τους στην ουσία παγώνει», εξηγεί ο ψυχίατρος και επικεφαλής της μελέτης Alok Rana, M.D. «Πολλοί αποφεύγουν δημόσιους χώρους, περιορίζονται στο σπίτι τους και χάνουν την ανεξαρτησία τους, ακόμα και την ικανότητα να οδηγούν. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι κρίσεις γίνονται τόσο περιοριστικές ώστε οι άνθρωποι αδυνατούν να συνεχίσουν να εργάζονται».
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της διαταραχής πανικού είναι περίπλοκη. Συχνά τα συμπτώματα συγχέονται με άλλες ψυχικές διαταραχές όπως η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, η κοινωνική φοβία, η αγοραφοβία ή ακόμη και η κατάθλιψη και ο αλκοολισμός. Επιπλέον, οι παράγοντες που πυροδοτούν τις κρίσεις είναι προσωπικοί, απρόβλεπτοι και δύσκολο να ελεγχθούν, εγκλωβίζοντας τον ασθενή σε έναν κύκλο ενοχής και φόβου.
Οι τρέχουσες θεραπείες βασίζονται στη γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT), στη φαρμακευτική αγωγή ή σε έναν συνδυασμό και των δύο. Όμως, η CBT ή η θεραπεία έκθεσης δεν αποδίδει πάντα, ενώ τα αντικαταθλιπτικά τύπου SSRIs μπορεί να επιδεινώσουν προσωρινά τα συμπτώματα σε περίπου 15% των ασθενών, οδηγώντας τους σε εγκατάλειψη της αγωγής. Οι βενζοδιαζεπίνες, όπως η αλπραζολάμη (Xanax) ή η κλοναζεπάμη (Klonopin), προσφέρουν ταχεία ανακούφιση αλλά συνοδεύονται από υψηλό κίνδυνο εθισμού και εξάρτησης, γι’ αυτό και προτείνονται μόνο βραχυπρόθεσμα.
Το νέο σκεύασμα που δοκιμάζεται υπόσχεται να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια. Κατά τη διάρκεια της 15εβδομαδιαίας μελέτης, οι συμμετέχοντες θα υποβληθούν σε έξι επισκέψεις, οκτώ διαδικτυακές συνεδρίες και μία τηλεφωνική παρακολούθηση, ενώ θα έχουν συνεχή υποστήριξη από το ιατρικό προσωπικό. Ο στόχος είναι να αξιολογηθεί τόσο η αποτελεσματικότητα όσο και η ανεκτικότητα του φαρμάκου, χωρίς να δημιουργείται ο κίνδυνος ανοχής ή εξάρτησης.
«Χρησιμοποιούμε έναν συνδυασμό δύο φαρμάκων που ήδη χορηγούνται για σωματικά νοσήματα και είναι διαδεδομένα στον γενικό πληθυσμό», σημειώνει ο Rana. «Γνωρίζουμε επομένως ότι πρόκειται για ασφαλείς ουσίες».
Ο συνάδελφός του, ψυχίατρος Graham Pasternak, προσθέτει:
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία αυτού του νέου φαρμάκου είναι ότι δεν προκαλεί εξάρτηση. Σε αντίθεση με ουσίες όπως το Valium, που παρέχουν άμεση αλλά προσωρινή ανακούφιση και στη συνέχεια οδηγούν σε εθισμό, ο συνδυασμός αυτός μπορεί να προσφέρει μακροχρόνιο όφελος χωρίς παρενέργειες εξάρτησης.
Οι ερευνητές εκφράζουν την ελπίδα ότι η νέα αυτή θεραπευτική προσέγγιση θα συμβάλει όχι μόνο στην ανακούφιση των συμπτωμάτων αλλά και στην πρόληψη της μακροχρόνιας λειτουργικής επιδείνωσης που παρατηρείται σε πολλές ψυχικές ασθένειες. Αν οι κλινικές δοκιμές επιβεβαιώσουν τις προσδοκίες, θα μπορούσε να πρόκειται για μια πραγματική «αλλαγή παιχνιδιού» στη διαχείριση της διαταραχής πανικού.
Η μελέτη αναμένεται να ξεκινήσει μέσα στη χρονιά, μόλις συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός συμμετεχόντων.
[via]