Ένα φλιτζάνι καφέ την ημέρα ίσως δεν είναι τόσο αθώο όσο πιστεύαμε, τουλάχιστον όταν συνδυάζεται με αντιβιοτική αγωγή. Νέα έρευνα δείχνει ότι η καφεΐνη μπορεί να επηρεάζει τη δράση ορισμένων αντιβιοτικών, περιορίζοντας την απορρόφησή τους από τα βακτήρια και άρα μειώνοντας την αποτελεσματικότητά τους.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PLOS Biology, ανέλυσε την αντίδραση του βακτηρίου Escherichia coli σε 94 διαφορετικές χημικές ουσίες. Οι επιστήμονες παρακολούθησαν πώς αυτές οι ουσίες επηρεάζουν τα συστήματα που ελέγχουν τι εισέρχεται και τι εξέρχεται από τα βακτηριακά κύτταρα.
Περίπου το ένα τρίτο των ουσιών φάνηκε να μεταβάλλει τη γονιδιακή δραστηριότητα που σχετίζεται με τη «διαχείριση της κυτταρικής κυκλοφορίας». Ωστόσο, η ουσία που ξεχώρισε ήταν η καφεΐνη, η οποία μείωσε την ικανότητα του E. coli να απορροφά ορισμένα αντιβιοτικά, όπως η ciprofloxacin.
Ο Christoph Binsfeld, μικροβιολόγος από το University of Würzburg στη Γερμανία, εξηγεί ότι τα δεδομένα δείχνουν πως διάφορες ουσίες μπορούν να επηρεάσουν με λεπτούς αλλά σταθερούς τρόπους τη ρύθμιση των γονιδίων στα βακτήρια. Δεν πρόκειται για την «κλασική» αντοχή στα αντιβιοτικά – όπου τα μικρόβια αναπτύσσουν μηχανισμούς άμεσης άμυνας απέναντι στη θεραπεία – αλλά για μια πιο ύπουλη μορφή. Αυτή συνδέεται με αλλαγές στη γονιδιακή λειτουργία και στην ικανότητα των βακτηρίων να προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους.
Η κατανόηση αυτών των λεπτών διαφορών είναι κρίσιμη, καθώς τα βακτήρια χρησιμοποιούν τέτοιους μηχανισμούς για να αυξήσουν τις πιθανότητες επιβίωσής τους. Όσο καλύτερα γνωρίζουμε τις βιολογικές διεργασίες που τα καθιστούν ανθεκτικά, τόσο πιο αποτελεσματικά μπορούμε να αναπτύξουμε νέες θεραπείες.
Μια ακόμη σημαντική ανακάλυψη της μελέτης αφορά την πρωτεΐνη Rob. Η ανάλυση έδειξε ότι η συγκεκριμένη πρωτεΐνη παίζει μεγαλύτερο ρόλο απ’ ό,τι είχε θεωρηθεί έως τώρα στον έλεγχο των «πυλών εισόδου και εξόδου» του βακτηρίου. Μάλιστα, φάνηκε να εμπλέκεται περίπου στο ένα τρίτο όλων των παρατηρούμενων αλλαγών – περιλαμβανομένων και αυτών που πυροδοτήθηκαν από την παρουσία καφεΐνης.
Η Ana Rita Brochado, βιολογική μηχανικός από το University of Tübingen, εξήγησε ότι η καφεΐνη ενεργοποιεί μια αλυσιδωτή αντίδραση που ξεκινά από τον γονιδιακό ρυθμιστή Rob και καταλήγει σε τροποποιήσεις πρωτεϊνών μεταφοράς. Το αποτέλεσμα είναι μειωμένη απορρόφηση αντιβιοτικών όπως η σιπροφλοξασίνη από το E. coli.
Παρά τα ενδιαφέροντα ευρήματα, οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι οι δοκιμές έγιναν αποκλειστικά στο εργαστήριο. Δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσο καφέ θα έπρεπε να καταναλώσει ένας άνθρωπος για να υπάρξει πρακτική επίδραση στη δράση των αντιβιοτικών. Ούτε είναι σαφές πώς οι διαδικασίες αυτές εκδηλώνονται στο ανθρώπινο σώμα, όπου οι βιολογικές αλληλεπιδράσεις είναι πολύ πιο σύνθετες.
Ένα ακόμα σημαντικό σημείο είναι ότι η ίδια επίδραση δεν παρατηρήθηκε σε όλα τα βακτήρια. Για παράδειγμα, στη μελέτη δεν εντοπίστηκε παρόμοια μείωση της αποτελεσματικότητας των αντιβιοτικών στο Salmonella enterica, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το E. coli. Αυτό δείχνει ότι η καφεΐνη δεν επηρεάζει με τον ίδιο τρόπο όλα τα παθογόνα.
Η έρευνα αυτή ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω μελέτες γύρω από το φαινόμενο της «χαμηλού επιπέδου» αντοχής στα αντιβιοτικά. Αν και δεν αποτελεί άμεση απειλή όπως η πλήρης αντοχή, μπορεί να συμβάλει στην υπονόμευση της θεραπείας σε βάθος χρόνου.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι είναι ζωτικής σημασίας να χαρτογραφηθούν με ακρίβεια οι μηχανισμοί μεταφοράς ουσιών στα διάφορα βακτήρια, ώστε να γνωρίζουμε πότε και πώς ουσίες όπως η καφεΐνη μπορούν να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων. Μόνο έτσι θα μπορέσουν οι θεραπείες να παραμείνουν αξιόπιστες στο μέλλον.
[via]