Οι κατσαρίδες είναι από τις πιο ανεπιθύμητες παρουσίες σε κάθε σπίτι, όμως η νέα έρευνα από το North Carolina State University δείχνει ότι μπορεί να αποτελούν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο από μια απλή ενόχληση. Πολυετείς μελέτες επιβεβαιώνουν ότι οι κατσαρίδες δεν απλώς επιδεινώνουν αλλεργίες και άσθμα, αλλά απελευθερώνουν τοξικές ουσίες που μολύνουν τον αέρα στους εσωτερικούς χώρους, ιδίως σε σπίτια με χαμηλό εισόδημα και περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες καταπολέμησης παρασίτων.
Στο επίκεντρο της έρευνας βρίσκονται οι ενδοτοξίνες, αλλεργιογόνα μόρια που προέρχονται από βακτήρια που βρίσκονται στο γαστρεντερικό σύστημα συγκεκριμένων ειδών κατσαρίδας. Τα μόρια αυτά απελευθερώνονται κυρίως μέσω των περιττωμάτων και, όπως φάνηκε, όσο μεγαλύτερη η προσβολή από κατσαρίδες, τόσο υψηλότερα τα επίπεδα αυτών των τοξινών. Η επιστημονική ομάδα μέτρησε όχι μόνο την παρουσία κλασικών αλλεργιογόνων, αλλά και τη συγκέντρωση των ενδοτοξινών στον αέρα και τη σκόνη των σπιτιών, αποδεικνύοντας ότι η ρύπανση που προκαλείται μπορεί να είναι σημαντική.
Το εύρημα αυτό είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό για παιδιά που ήδη εμφανίζουν αυξημένη ευαισθησία σε αλλεργίες ή άσθμα. Στις αστικές περιοχές υπολογίζεται ότι αλλεργιογόνα κατσαρίδων συναντώνται στο 85% των κατοικιών, ενώ περίπου το 80% των παιδιών με άσθμα εμφανίζουν ευαισθησία σε αυτά σε εξετάσεις δέρματος. Και όμως, οι επιστήμονες διαπιστώνουν ότι περίπου ένας στους πέντε ανθρώπους που εμφανίζουν αλλεργική απόκριση στις κατσαρίδες δεν αντιδρά σε κανένα από τα γνωστά αλλεργιογόνα. Η εξήγηση ίσως βρίσκεται στο πώς εξαπλώνονται αυτά τα αλλεργιογόνα, στη χημική τους σύσταση ή στη σταθερότητά τους.
Η νέα μελέτη προχωρά ένα βήμα παραπέρα, δείχνοντας ότι η ρύπανση δεν περιορίζεται σε πρωτεΐνες ή θραύσματα του εντόμου. Οι κατσαρίδες αφήνουν πίσω τους κάτι παρόμοιο με μικροσκοπικά χημικά «σήματα καπνού». Όταν τα βακτήρια που ζουν στο πεπτικό τους σύστημα πεθαίνουν, απελευθερώνουν ενδοτοξίνες, ουσίες που μπορούν να μεταφερθούν στον αέρα και να προκαλέσουν φλεγμονές στο αναπνευστικό σύστημα. Η εισπνοή τους μπορεί να οδηγήσει σε πονοκεφάλους, ερεθισμούς, συριγμό ακόμη και πυρετό, καθιστώντας τις κατσαρίδες έναν απρόσμενα αποτελεσματικό παράγοντα ρύπανσης σε εσωτερικούς χώρους.
Επιπλέον, οι ερευνητές ανέδειξαν ένα αναπάντεχο μοτίβο: οι θηλυκές κατσαρίδες είναι πολύ πιο επικίνδυνες από τους αρσενικούς συγγενείς τους. Τα περιττώματά τους περιέχουν κατά μέσο όρο 2.900 μονάδες ενδοτοξινών ανά χιλιοστόγραμμο, διπλάσια ποσότητα από τα 1.400 EU/mg των αρσενικών. Όπως εξήγησε η Madhavi Kakumanu, αυτό οφείλεται στο ότι οι θηλυκές τρώνε πολύ περισσότερο, με αποτέλεσμα να αποβάλλουν και μεγαλύτερη συγκέντρωση βακτηριακών καταλοίπων. Οι χώροι της κουζίνας, το σημείο με το πιο άφθονο φαγητό, εμφανίζουν επίσης υψηλότερα επίπεδα.
Η μελέτη, που διήρκεσε δύο χρόνια και επικεντρώθηκε σε συγκροτήματα κατοικιών χαμηλού εισοδήματος στη Βόρεια Καρολίνα, συνέκρινε κατοικίες με και χωρίς προσβολές κατσαρίδων. Οι επιστήμονες κατέταξαν τα σπίτια σε τρεις κατηγορίες: εκείνα που είχαν σημαντικές προσβολές και έλαβαν θεραπεία απεντόμωσης, εκείνα με προσβολές που δεν υποβλήθηκαν σε καμία παρέμβαση και εκείνα χωρίς κατσαρίδες. Μετρήσεις σε τακτά διαστήματα έδειξαν ότι, στα σπίτια όπου εφαρμόστηκε καταπολέμηση, οι κατσαρίδες εξαφανίστηκαν, ενώ τα επίπεδα αλλεργιογόνων και ενδοτοξινών μειώθηκαν θεαματικά μέσα σε λίγους μήνες. Αντίθετα, στα σπίτια που δεν δέχτηκαν καμία επέμβαση, οι συγκεντρώσεις παρέμειναν σταθερά υψηλές.
Ο Coby Schal, συν-συγγραφέας της δημοσίευσης, εξήγησε ότι η μείωση των κατσαρίδων δεν αρκεί για να μειωθούν τα αλλεργιογόνα. Χρειάζεται πλήρης εξάλειψη, καθώς όσες απομένουν συνεχίζουν να παράγουν δυσανάλογα μεγάλες ποσότητες. Το συμπέρασμα της ομάδας είναι ότι σε ένα σπίτι με προσβολή, οι κατσαρίδες αποτελούν τον κύριο παράγοντα εναπόθεσης ενδοτοξινών, και η εξάλειψή τους βελτιώνει άμεσα την ποιότητα του αέρα.
Η μελέτη ανοίγει τώρα τον δρόμο για επόμενη φάση έρευνας: την εξέταση της άμεσης σχέσης ανάμεσα στις ενδοτοξίνες και την ανάπτυξη άσθματος, αρχικά σε μοντέλα ποντικιών. Αν επιβεβαιωθεί ότι η έκθεση σε αυτές τις τοξίνες συμβάλλει στην εμφάνιση ή επιδείνωση του άσθματος, τότε οι συνέπειες για τη δημόσια υγεία θα είναι σημαντικές, ειδικά για τις αστικές κοινότητες με περιορισμένη πρόσβαση σε επαρκή καθαρισμό και έλεγχο παρασίτων.