Πως οι δορυφόροι τύπου Starlink επηρεάζουν το στρώμα του όζοντος

Η νέα διαστημική κούρσα, με επίκεντρο τις δορυφορικές επικοινωνίες, φαίνεται να ενέχει έναν αθέατο και εξαιρετικά ανησυχητικό κίνδυνο για την ατμόσφαιρα της Γης. Έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από τη NASA και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2024 στην επιστημονική επιθεώρηση Geophysical Research Letters, προειδοποιεί ότι οι δορυφορικοί αστερισμοί, όπως αυτός της Starlink, μπορεί να συμβάλλουν στην επιδείνωση του στρώματος του όζοντος, ενός ζωτικής σημασίας προστατευτικού φίλτρου της Γης απέναντι στην υπεριώδη ακτινοβολία.

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς πιθανό, αλλά ήδη μετρήσιμο. Και το πιο ανησυχητικό είναι πως βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Η Starlink, θυγατρική της SpaceX του Elon Musk, σχεδιάζει τη ραγδαία επέκταση του δικού της δικτύου, ενώ στον αγώνα για παγκόσμιο δορυφορικό internet μπαίνουν δυναμικά και άλλοι παίκτες όπως η Amazon, μέσω του Project Kuiper, και η OneWeb. Οι προβλέψεις για τις επόμενες δεκαετίες κάνουν λόγο για δεκάδες χιλιάδες δορυφόρους σε χαμηλή τροχιά γύρω από τη Γη.

Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στη διαδικασία επανεισόδου των δορυφόρων στην ατμόσφαιρα. Όταν ένας δορυφόρος ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής του, καίγεται καθώς επανέρχεται στη γήινη ατμόσφαιρα. Στην περίπτωση της Starlink, κάθε δορυφόρος – που σήμερα μπορεί να ζυγίζει έως και 1.250 κιλά – απελευθερώνει κατά την καύση περίπου 30 κιλά νανοσωματιδίων οξειδίου του αλουμινίου. Αυτά τα μικροσκοπικά σωματίδια δεν αποσυντίθενται. Αντίθετα, παραμένουν αιωρούμενα σε υψόμετρο μεταξύ 30 και 50 χιλιομέτρων, ξεκινώντας μια αργή καθοδική πορεία προς τo στρώμα του όζοντος, που μπορεί να διαρκέσει ακόμη και 30 χρόνια.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι συγκεντρώσεις οξειδίου του αλουμινίου στην ατμόσφαιρα έχουν ήδη αυξηθεί οκταπλάσια την περίοδο 2016-2022. Μόνο το 2022, η καύση δορυφόρων προκάλεσε αύξηση 29,5% στις συγκεντρώσεις των εν λόγω σωματιδίων σε σχέση με τα φυσιολογικά επίπεδα. Ωστόσο, οι πιο ανησυχητικές προβλέψεις αφορούν το άμεσο μέλλον: αν η Starlink συνεχίσει με τους σημερινούς της ρυθμούς ανάπτυξης, θα μπορούσε να καταστρέφει έως και 8.000 δορυφόρους τον χρόνο μέσω επανεισόδου στην ατμόσφαιρα, απελευθερώνοντας ετησίως 360 τόνους οξειδίου του αλουμινίου – μια αύξηση της τάξεως του 640% σε σύγκριση με τα τρέχοντα επίπεδα.

Ο κίνδυνος δεν περιορίζεται μόνο στην Starlink. Η Amazon και η OneWeb προωθούν αντίστοιχα προγράμματα μεγάλης κλίμακας, ενώ και η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει τη δημιουργία δικού της δορυφορικού δικτύου. Εάν οι τρέχουσες τάσεις συνεχιστούν, είναι απολύτως ρεαλιστικό το ενδεχόμενο να έχουμε πάνω από 100.000 δορυφόρους σε χαμηλή τροχιά μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Το πρόβλημα είναι ότι η επιστημονική κοινότητα ακόμη δεν γνωρίζει με ακρίβεια τον πλήρη περιβαλλοντικό αντίκτυπο αυτής της νέας μορφής διαστημικής δραστηριότητας. Όπως επισημαίνουν και οι συγγραφείς της μελέτης, οι συνέπειες από την καύση δορυφόρων στην ατμόσφαιρα παραμένουν εν πολλοίς ανεξερεύνητες. Ωστόσο, οι επιπτώσεις από την καταστροφή της ζώνης του όζοντος είναι καλά τεκμηριωμένες: αύξηση της υπεριώδους ακτινοβολίας που φτάνει στην επιφάνεια της Γης, αύξηση των περιστατικών καρκίνου του δέρματος και καταρράκτη, εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος, μείωση της αγροτικής παραγωγικότητας και διαταραχές στην τροφική αλυσίδα των θαλασσών.

Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και καλούν σε συνεχή παρακολούθηση του φαινομένου, ειδικά όσο αυξάνεται ο αριθμός των δορυφόρων που εισέρχονται και καίγονται στην ατμόσφαιρα. Η ανάγκη για αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο είναι πλέον επιτακτική, καθώς η διαστημική τεχνολογία εισέρχεται σε μια φάση ταχύτατης ανάπτυξης, με σοβαρές πιθανότητες να αφήσει μακροπρόθεσμες πληγές στο περιβάλλον του πλανήτη μας.

[via]

Loading