Πόσο καιρό μπορεί κάποιος να είναι κλινικά νεκρός και να επιστρέψει;

Ο θάνατος, όπως τον αντιλαμβανόμαστε, είναι συνήθως οριστικός. Όταν η καρδιά σταματήσει να χτυπά, σπάνια επανέρχεται. Ωστόσο, η ιατρική έχει καταγράψει σπάνιες αλλά εντυπωσιακές περιπτώσεις ανθρώπων που «επέστρεψαν από τον θάνατο», ακόμη και μετά από αρκετές ώρες κλινικής παύσης ζωτικών λειτουργιών.

Το ερώτημα που απασχολεί τους επιστήμονες είναι: ποια είναι η μεγαλύτερη χρονική διάρκεια που έχει περάσει κάποιος κλινικά νεκρός πριν επανέλθει στη ζωή χωρίς μόνιμη εγκεφαλική βλάβη;

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η πιθανότητα ανάνηψης μετά από περισσότερο από 30 λεπτά χωρίς καρδιακό παλμό είναι εξαιρετικά μικρή. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά όπου άνθρωποι επανήλθαν ακόμη και μετά από ώρες, χάρη σε πολύ ιδιαίτερες συνθήκες και γρήγορη ιατρική παρέμβαση.

Ο Dr. Daniel Mark Rolston, γιατρός επειγόντων περιστατικών στο Northwell Health της Νέας Υόρκης, εξηγεί ότι όταν οι γιατροί μιλούν για «κλινικό θάνατο», συνήθως αναφέρονται στην παύση της καρδιακής λειτουργίας, δηλαδή στο σημείο όπου η καρδιά σταματά να χτυπά. Από εκείνη τη στιγμή, τα κύτταρα του σώματος και κυρίως του εγκεφάλου παύουν να λαμβάνουν οξυγονωμένο αίμα. Μετά από περίπου πέντε λεπτά χωρίς οξυγόνο, τα κύτταρα αρχίζουν να πεθαίνουν, προκαλώντας ανεπανόρθωτες βλάβες.

Υπάρχει όμως και η έννοια του εγκεφαλικού θανάτου, ο οποίος είναι ακόμη πιο αμετάκλητος. Πρόκειται για την κατάσταση όπου ο εγκέφαλος έχει υποστεί τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορεί πλέον να ελέγξει βασικές λειτουργίες όπως την αναπνοή ή τους καρδιακούς παλμούς.

Η ανάνηψη μετά από καρδιακό θάνατο βασίζεται σε δύο κύριες τεχνικές: την καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση (CPR) και την απινίδωση. Η CPR έχει στόχο να διατηρήσει προσωρινά την κυκλοφορία του αίματος και το οξυγόνο στον εγκέφαλο, πιέζοντας ρυθμικά το στήθος και παρέχοντας τεχνητές αναπνοές. Αν και συνήθως δεν αρκεί για να επανεκκινήσει την καρδιά, δίνει στους γιατρούς πολύτιμο χρόνο για να χρησιμοποιήσουν άλλες μεθόδους.

Η απινίδωση, από την άλλη, χρησιμοποιεί ηλεκτρικούς παλμούς που μιμούνται τα φυσικά ηλεκτρικά σήματα του καρδιακού μυ, επιχειρώντας να επαναφέρουν τον φυσιολογικό ρυθμό. Όπως αναφέρει ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, τα ποσοστά επιβίωσης μετά από CPR εντός νοσοκομείου φτάνουν περίπου το 20%, ενώ εκτός νοσοκομείου πέφτουν γύρω στο 10%, κυρίως λόγω καθυστέρησης στην παροχή βοήθειας ή έλλειψης εκπαίδευσης.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αν δεν υπάρξει ανάκαμψη μέσα στα πρώτα 30 λεπτά, οι πιθανότητες επιβίωσης μειώνονται δραματικά. Όμως υπάρχει μία αξιοσημείωτη εξαίρεση: η υποθερμία.

Η υποθερμία, δηλαδή η πτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από τους 35 βαθμούς Κελσίου, είναι συνήθως επικίνδυνη, αφού επιβραδύνει τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων, οδηγώντας τελικά στον θάνατο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου η καρδιά έχει ήδη σταματήσει, το ψύχος μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά. Οι χαμηλές θερμοκρασίες επιβραδύνουν τον μεταβολισμό, μειώνοντας την ανάγκη των κυττάρων για οξυγόνο και καθυστερώντας την καταστροφή τους.

Ο Dr. Samuel Tisherman, καθηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, εξηγεί ότι η ταχεία ψύξη του σώματος μπορεί να παρατείνει το χρονικό περιθώριο διάσωσης. «Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που βρέθηκαν σε παγωμένα νερά για σχεδόν μία ώρα και επέζησαν χωρίς σοβαρές βλάβες», σημειώνει.

Η πιο εντυπωσιακή καταγεγραμμένη περίπτωση είναι εκείνη ενός 31χρονου άνδρα, ο οποίος αναβίωσε ύστερα από οκτώ ώρες και 42 λεπτά κλινικού θανάτου λόγω τυχαίας υποθερμίας. Ο άνδρας υπέστη καρδιακή ανακοπή στη διάρκεια μιας καταιγίδας, με τη θερμοκρασία του σώματός του να έχει πέσει στους 26 βαθμούς Κελσίου. Παρευρισκόμενοι ξεκίνησαν αμέσως CPR, η οποία συνεχίστηκε για πάνω από τρεισήμισι ώρες. Στο νοσοκομείο, το σώμα του συνδέθηκε σε μηχανισμό εξωσωματικής κυκλοφορίας που διατήρησε τη ροή του αίματος για πέντε ώρες, ώσπου οι γιατροί κατάφεραν να τον επαναφέρουν. Μετά από τρεις μήνες ανάρρωσης, επέστρεψε στη ζωή χωρίς καμία νευρολογική βλάβη.

Όσο εντυπωσιακές κι αν είναι αυτές οι ιστορίες, το ίδιο δεν ισχύει για τον εγκεφαλικό θάνατο. Οι γιατροί συμφωνούν ότι, σε αντίθεση με την καρδιακή παύση, ο εγκεφαλικός θάνατος δεν αναστρέφεται. Για να διαγνωστεί, πρέπει να αποδειχθεί ότι ο εγκέφαλος δεν στέλνει πλέον σήματα που ελέγχουν βασικές λειτουργίες και ότι η κατάσταση δεν οφείλεται σε άλλη αναστρέψιμη αιτία.

Αν και κατά καιρούς δημοσιεύονται ειδήσεις για ανθρώπους που «επανήλθαν» μετά από διάγνωση εγκεφαλικού θανάτου, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για λανθασμένες διαγνώσεις. Ο Dr. Robert M. Sade, από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, έχει δηλώσει ότι τα περιστατικά αυτά σχετίζονται σχεδόν πάντα με ελλιπή ιατρική αξιολόγηση.

[via]

Loading