Μια νέα μελέτη έρχεται να ανατρέψει μια από τις πιο διαδεδομένες αντιλήψεις γύρω από τα video games και τη σχέση τους με τη νοητική ανάπτυξη των παιδιών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, η αυξημένη ενασχόληση με τα παιχνίδια δεν φαίνεται να βλάπτει τη γνωστική λειτουργία, αντιθέτως, μπορεί να σχετίζεται με μικρή αλλά μετρήσιμη ενίσχυση της νοημοσύνης.
Η μελέτη προέκυψε από συνεργασία ερευνητών από την Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Σουηδία, βασίστηκε σε δεδομένα σχεδόν 10.000 παιδιών από τις ΗΠΑ, ηλικίας 9 και 10 ετών. Οι επιστήμονες άντλησαν πληροφορίες από τη μακροχρόνια ερευνητική βάση ABCD Study, η οποία παρακολουθεί την ανάπτυξη και συμπεριφορά παιδιών σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ.
Κατά μέσο όρο, τα παιδιά ανέφεραν ότι περνούσαν περίπου 2,5 ώρες την ημέρα παρακολουθώντας τηλεόραση ή βίντεο στο διαδίκτυο, μία ώρα παίζοντας video games και περίπου μισή ώρα χρησιμοποιώντας κοινωνικά δίκτυα για κοινωνική επαφή. Δύο χρόνια αργότερα, οι ερευνητές ανέλυσαν εκ νέου δεδομένα από περισσότερα από 5.000 από αυτά τα παιδιά. Εκείνα που ανέφεραν ότι περνούσαν περισσότερο χρόνο από το μέσο όρο παίζοντας video games, παρουσίασαν αύξηση 2,5 μονάδων IQ σε σχέση με τον γενικό μέσο όρο βελτίωσης.
Η αύξηση αυτή βασίστηκε σε επιδόσεις των παιδιών σε μια σειρά από γνωστικά τεστ, όπως η κατανόηση κειμένου, η οπτικοχωρική αντίληψη, η μνήμη, η ευελιξία σκέψης και ο αυτοέλεγχος. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, τα αποτελέσματα δεν αρκούν για να τεκμηριωθεί άμεση αιτιακή σχέση, ωστόσο το εύρημα είναι αξιοσημείωτο και χρήσιμο ως σημείο εκκίνησης για περαιτέρω διερεύνηση.
Παράλληλα, η μελέτη διαπίστωσε ότι ούτε η παρακολούθηση τηλεόρασης ούτε η χρήση των κοινωνικών μέσων είχε κάποια μετρήσιμη θετική ή αρνητική επίδραση στη νοημοσύνη των παιδιών. Αυτό προσθέτει ένα ακόμα στοιχείο στη δημόσια συζήτηση για τον ρόλο του "screen time" στη ζωή των παιδιών και τους πιθανούς του κινδύνους ή ωφέλειες.
Ο Torkel Klingberg, νευροεπιστήμονας από το Karolinska Institute στη Σουηδία και ένας από τους βασικούς ερευνητές, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα ενισχύουν την άποψη πως η νοημοσύνη δεν είναι μια σταθερή, αμετάβλητη ικανότητα με την οποία γεννιόμαστε, αλλά μπορεί να διαμορφωθεί και να εξελιχθεί μέσω περιβαλλοντικών παραγόντων – όπως η ενασχόληση με video games.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι δεν πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εξετάζει πιθανή σύνδεση ανάμεσα στο gaming και την ανάπτυξη γνωστικών δεξιοτήτων, ωστόσο η παρούσα ανάλυση έχει το πλεονέκτημα ότι λαμβάνει υπόψη παράγοντες που συχνά παραβλέπονται, όπως η γενετική προδιάθεση και το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των παιδιών. Η παράλειψη τέτοιων παραμέτρων σε παλαιότερες μελέτες ενδέχεται να εξηγεί τις αντικρουόμενες απόψεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για τον ρόλο της τεχνολογίας στην παιδική ηλικία.
Επιπλέον, η έρευνα δεν προχώρησε σε διαφοροποίηση μεταξύ των ειδών video games (π.χ. κονσόλες έναντι παιχνιδιών σε κινητό), κάτι που μπορεί να αποτελέσει βάση για επόμενες μελέτες. Όπως τονίζουν οι συγγραφείς, το είδος και η πολυπλοκότητα του παιχνιδιού πιθανώς να παίζουν ρόλο στις επιπτώσεις του στο γνωστικό επίπεδο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη δεν εξέτασε άλλες πτυχές της ζωής των παιδιών που επηρεάζονται από την έκθεση στις οθόνες, όπως η φυσική δραστηριότητα, ο ύπνος, η ευεξία ή η σχολική επίδοση. Ο Klingberg παραδέχεται ότι αυτά τα πεδία αποτελούν σημαντικές μεταβλητές και βρίσκονται στο επίκεντρο των επόμενων σταδίων της ερευνητικής τους εργασίας.
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η ελεγχόμενη χρήση των video games όχι μόνο δεν φαίνεται να επιβραδύνει τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών, αλλά μπορεί υπό προϋποθέσεις να τη στηρίζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι το gaming είναι πανάκεια, ούτε ότι αντικαθιστά την ανάγκη για ισορροπημένο τρόπο ζωής, ωστόσο συμβάλλει στην αποδόμηση του στερεοτύπου ότι το μόνο που προσφέρει είναι παθητική ψυχαγωγία. Η αλήθεια, όπως πάντα, φαίνεται να βρίσκεται κάπου στη μέση και η επιστήμη βοηθά στο να τη φωτίσει.
[via]