Τελικά, ο χρόνος κυλάει πιο αργά όταν γυμναζόμαστε;

Έχετε νιώσει ποτέ ότι ο χρόνος «παγώνει» όσο ιδρώνετε στο διάδρομο ή σηκώνετε βάρη; Αν ναι, δεν είστε μόνοι. Πολλοί άνθρωποι διαπιστώνουν ότι, κατά τη διάρκεια της άσκησης, ο χρόνος μοιάζει να κυλά βασανιστικά αργά, μια υποκειμενική εμπειρία που επιβεβαιώνεται και επιστημονικά, όπως αποδεικνύει πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2024 στο περιοδικό Brain and Behavior.

Οι ερευνητές κατέγραψαν πως, ανεξάρτητα από το αν οι συμμετέχοντες ασκούνταν μόνοι τους ή ανταγωνίζονταν άλλους, η αντίληψή τους για τη διάρκεια του χρόνου κατά την άσκηση αλλοιωνόταν σημαντικά. Οι συμμετέχοντες έπρεπε να εκτιμήσουν χρονικά διαστήματα των 30 δευτερολέπτων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση. Ενώ πριν και μετά πλησίαζαν αρκετά στην πραγματική διάρκεια (περίπου 31,5 δευτερόλεπτα), κατά τη διάρκεια της άσκησης σταματούσαν το ρολόι νωρίτερα, στις 28 δευτερόλεπτα κατά μέσο όρο. Η διαφορά αυτή θεωρήθηκε ενδεικτική της αντίληψης πως ο χρόνος περνά πιο αργά όταν γυμναζόμαστε.

Το πείραμα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 33 σωματικά ενεργών ενηλίκων, οι οποίοι κλήθηκαν να κάνουν τρεις ποδηλατικές δοκιμές μήκους 4 χιλιομέτρων σε εικονικό περιβάλλον. Σε μία δοκιμή ποδηλατούσαν μόνοι, σε άλλη με συνοδεία εικονικού «συντρόφου» και στην τρίτη έπρεπε να ανταγωνιστούν έναν εικονικό αντίπαλο. Παρόλο που η παρουσία αντιπάλου δεν άλλαξε την αντίληψη του χρόνου, επηρέασε θετικά την ταχύτητα: όσοι αγωνίζονταν εναντίον κάποιου τερμάτιζαν πιο γρήγορα από εκείνους που έκαναν απλώς προσπάθεια να πάνε όσο πιο γρήγορα μπορούσαν χωρίς ανταγωνισμό.

Αξιοσημείωτο είναι πως, παρά την αύξηση της αντιληπτής δυσκολίας όσο προχωρούσε η άσκηση, αυτή δεν συσχετίστηκε με τη διαστρέβλωση της χρονικής αντίληψης. Αυτό οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η παραμόρφωση του χρόνου δεν οφείλεται στην ένταση, αλλά στην ίδια την πράξη της άσκησης. Ωστόσο, παλαιότερες μελέτες υποδεικνύουν πως σταθερής έντασης άσκηση μπορεί να ενισχύσει αυτό το φαινόμενο περισσότερο από την αυτορυθμιζόμενη.

Παρά το ενδιαφέρον εύρημα, οι ερευνητές επισημαίνουν και ορισμένους περιορισμούς. Το δείγμα ήταν σχετικά μικρό και οι συμμετέχοντες, αν και όχι επαγγελματίες αθλητές, βρίσκονταν σε καλή φυσική κατάσταση. Επομένως, είναι ασαφές κατά πόσο τα αποτελέσματα μπορούν να γενικευθούν σε πληθυσμούς με λιγότερη φυσική δραστηριότητα ή σε άτομα με διαφορετική σωματική κατάσταση.

Από πρακτική σκοπιά, η στρέβλωση της αντίληψης του χρόνου μπορεί να έχει συνέπειες, ιδιαίτερα στους αθλητές. Η αίσθηση ότι ο χρόνος περνά αργά μπορεί να τους ωθήσει να επιβραδύνουν την προσπάθειά τους, περιορίζοντας την απόδοση. Ωστόσο, ακόμα και για τον μέσο ασκούμενο, η σωστή διαχείριση αυτής της αντίληψης μπορεί να είναι σημαντική. Όπως αναφέρει ο καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας Philip Gable από το Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ, είναι χρήσιμο να ορίζουμε χρονικά πλαίσια με χρονόμετρο για απαιτητικές προπονήσεις, ώστε να αποφύγουμε την ψευδαίσθηση ότι έχουμε ήδη φτάσει στο όριο.

Η μελέτη εξετάζει επίσης τους πιθανούς μηχανισμούς πίσω από τη στρέβλωση της χρονικής αντίληψης. Οι ερευνητές θεωρούν πως κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης, το άτομο μεταβαίνει σε μια κατάσταση υπερ-επαγρύπνησης, εστιάζοντας στις σωματικές αισθήσεις και την κόπωση. Αυτή η ενισχυμένη επίγνωση μπορεί να δημιουργεί την αίσθηση ότι περισσότερες εμπειρίες χωρούν σε μικρό χρονικό διάστημα, γεγονός που επιμηκύνει την υποκειμενική διάρκεια του χρόνου.

Ωστόσο, ο Gable διαφωνεί. Σύμφωνα με έρευνες του ίδιου και της ομάδας του, ο παράγοντας που καθορίζει την αντίληψη του χρόνου δεν είναι η προσοχή, αλλά το είδος της παρακίνησης. Η θεωρία τους διαχωρίζει την παρακίνηση σε δύο τύπους: προσέγγιση (θετικός στόχος) και αποφυγή (αποτροπή δυσάρεστης εμπειρίας). Στην περίπτωση της έντονης άσκησης, ο στόχος είναι συχνά η απομάκρυνση από τον πόνο ή την εξάντληση, με αποτέλεσμα η εμπειρία να συνοδεύεται από παρακίνηση αποφυγής. Αυτή η εσωτερική παρόρμηση, σύμφωνα με τον Gable, είναι που επιμηκύνει την αίσθηση του χρόνου, κάνοντάς τον να μοιάζει αργός — μια μορφή ψυχικής άμυνας του εγκεφάλου ώστε να σταματήσουμε κάτι που φαντάζει μη βιώσιμο.

Η τελική σύσταση; Η επιλογή ρυθμού άσκησης που είναι μεν προκλητικός αλλά όχι εξαντλητικός. Αν η γυμναστική προκαλεί αποστροφή, τότε μάλλον το σώμα και το μυαλό αντιδρούν στέλνοντας το μήνυμα: «φτάνει». Ένα βιώσιμο πρόγραμμα, χωρίς έντονη επιθυμία αποφυγής, θα μπορούσε να προσφέρει όχι μόνο καλύτερη φυσική υγεία αλλά και πιο ευχάριστη αίσθηση του χρόνου.

[via]

Loading