Το έντερο μας ίσως δείχνει πόσο κοντά βρισκόμαστε στο θάνατο

Το περιεχόμενο του εντέρου μας μπορεί να «προδώσει» κάτι πολύ πιο σοβαρό από μια απλή δυσπεψία. Σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη, οι ουσίες που εντοπίζονται στα κόπρανα ενός ασθενούς ίσως μπορούν να αποκαλύψουν πόσο κοντά βρίσκεται στον θάνατο. Η μελέτη, την οποία ηγήθηκε ο Alexander de Porto από το University of Chicago και το University of Amsterdam, επικεντρώνεται στη δημιουργία ενός νέου διαγνωστικού εργαλείου που μπορεί να προβλέψει την πιθανότητα θανάτου εντός 30 ημερών για ασθενείς που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας.

Το νέο αυτό εργαλείο ονομάζεται metabolic dysbiosis score (MDS) και βασίζεται σε συγκεκριμένους μεταβολικούς δείκτες που εντοπίζονται στα ανθρώπινα κόπρανα. Αν και τα ευρήματα των ερευνητών απαιτούν περαιτέρω έρευνα και επιβεβαίωση, το MDS φαίνεται να ανοίγει νέους δρόμους στην εξατομικευμένη ιατρική και την πρόληψη θανάτου σε περιπτώσεις κρίσιμης νοσηλείας.

Όπως ανέφεραν οι ερευνητές Alexander de Porto, Eric Pamer και Bhakti Patel από το University of Chicago:

Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η μεταβολική δυσαρμονία στο έντερο, όπως ποσοτικοποιείται μέσω του MDS, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βιοδείκτης για την αναγνώριση ασθενών με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας. Αυτό αναδεικνύει τη σημασία των μεταβολιτών που παράγονται από το έντερο ως ανεξάρτητους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανθεκτικότητα του οργανισμού.

Η ανάγκη για καλύτερη διαγνωστική ακρίβεια στις ΜΕΘ είναι επιτακτική. Οι ασθενείς που νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση, με συμπτώματα όπως αναπνευστική ανεπάρκεια ή σηπτικό σοκ, συχνά εμφανίζουν σύνδρομα που δεν εκδηλώνονται με ενιαίο τρόπο. Αυτή η ετερογένεια καθιστά τη θεραπεία ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς δύο ασθενείς με το ίδιο κλινικό προφίλ μπορεί να ανταποκριθούν πολύ διαφορετικά στην ίδια αγωγή.

Μία από τις υποσχόμενες προσεγγίσεις που εξετάζει η επιστήμη είναι να επικεντρωθεί σε συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά αντί να αντιμετωπίζει τα συμπτώματα ως ένα ενιαίο σύνδρομο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ερευνητική ομάδα αποφάσισε να μελετήσει τη δυσαρμονία στη μικροβιακή κοινότητα του εντέρου ως ένα χαρακτηριστικό που ενδεχομένως να μπορεί να αντιμετωπιστεί στοχευμένα.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα κοπράνων από 196 ασθενείς με αναπνευστική ανεπάρκεια ή σηπτικό σοκ. Από αυτούς, 147 αποτέλεσαν την ομάδα μελέτης και 49 την ομάδα επιβεβαίωσης. Με βάση τις συγκεντρώσεις 13 διαφορετικών μεταβολιτών στα δείγματα, κατασκεύασαν το MDS, έναν δείκτη που στόχος του είναι να αξιολογεί τον κίνδυνο θνησιμότητας.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο δείκτης MDS έδειξε υψηλή ακρίβεια στις προβλέψεις του στην αρχική ομάδα, φτάνοντας σε ποσοστά 84% ακρίβειας, 89% ευαισθησίας και 71% εξειδίκευσης. Ωστόσο, στην ομάδα επιβεβαίωσης, τα αποτελέσματα αν και συμβαδίζουν με την αρχική τάση, δεν απέκτησαν στατιστική σημασία, πιθανότατα λόγω του μικρού αριθμού συμμετεχόντων.

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης είναι ότι, σε αντίθεση με προηγούμενες παραδοχές, η μειωμένη ποικιλότητα της εντερικής μικροχλωρίδας δεν φάνηκε να συνδέεται άμεσα με την αυξημένη θνησιμότητα. Αντίθετα, ο δείκτης έδειξε πως η ίδια η δυσαρμονία —δηλαδή η ανισορροπία στη σύνθεση και λειτουργία του εντερικού μικροβιώματος— αποτελεί παράγοντα που σχετίζεται άμεσα με τον αυξημένο κίνδυνο θανάτου.

Η εφαρμογή της συγκεκριμένης προσέγγισης στην κλινική πράξη βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Η έλλειψη στατιστικής σημαντικότητας στη δεύτερη ομάδα ασθενών υποδηλώνει ότι απαιτείται περαιτέρω βελτιστοποίηση του εργαλείου. Παρόλα αυτά, η μελέτη έρχεται να ενισχύσει προηγούμενα ευρήματα του ίδιου εργαστηρίου, το οποίο έχει δείξει πως οι μεταβολίτες των κοπράνων μπορούν να προβλέψουν, για παράδειγμα, τον κίνδυνο μετεγχειρητικής λοίμωξης σε ασθενείς με μεταμόσχευση ήπατος.

Αν και συγκεκριμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις δεν έχουν ακόμη καθοριστεί, το MDS φαίνεται να υποδεικνύει βιολογικά μονοπάτια τα οποία αξίζει να διερευνηθούν περαιτέρω. Οι μεταβολίτες που εμπλέκονται στον δείκτη περιλαμβάνουν λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας, χολικά οξέα και παραγώγους της τρυπτοφάνης, ουσίες που πιθανόν να μπορούν να τροποποιηθούν μέσω διατροφής, προβιοτικών ή και απευθείας συμπληρωμάτων.

Το επόμενο βήμα για τους επιστήμονες είναι η περαιτέρω επικύρωση του δείκτη MDS σε μεγαλύτερες και ανεξάρτητες ομάδες ασθενών, καθώς και η διερεύνηση του κατά πόσο η εντερική δυσαρμονία αποτελεί αιτία αυξημένης θνησιμότητας ή απλώς σύμπτωμα άλλης υποκείμενης παθολογίας.

Όπως τονίζουν οι ερευνητές, «στη συνέχεια, απαιτούνται κλινικές δοκιμές που θα εξετάσουν τις θεραπευτικές δυνατότητες της στόχευσης συγκεκριμένων μεταβολιτών ή μεταβολικών μονοπατιών».

[via]

Loading