Το γκρουπ που χάνει γρήγορα την προστασία από τον COVID-19

Μια ιαπωνική μελέτη αποκαλύπτει μια άγνωστη μέχρι σήμερα ομάδα εμβολιασμένων που, παρά τα υψηλά επίπεδα αντισωμάτων αμέσως μετά τον εμβολιασμό, χάνουν την προστασία τους με ταχύτερους ρυθμούς και γίνονται πιο ευάλωτοι σε λοιμώξεις. Η ανακάλυψη αυτή, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science Translational Medicine, μπορεί να οδηγήσει σε πιο στοχευμένες στρατηγικές εμβολιασμού στο μέλλον.

Η ερευνητική ομάδα του Nagoya University στην Ιαπωνία παρακολούθησε 2.526 εθελοντές για διάστημα 18 μηνών, μετρώντας τα επίπεδα αντισωμάτων τους από την πρώτη δόση έως και τις ενισχυτικές. Χρησιμοποιώντας τεχνικές τεχνητής νοημοσύνης και μια μαθηματική μέθοδο ταξινόμησης, οι επιστήμονες κατέγραψαν για πρώτη φορά με σαφήνεια τέσσερα διαφορετικά μοτίβα ανοσολογικής αντίδρασης. Το πιο ανησυχητικό από αυτά ονομάστηκε «ταχείας πτώσης»: άτομα που ξεκινούν με εντυπωσιακά υψηλά αντισώματα αλλά τα χάνουν με μεγάλη ταχύτητα.

Σύμφωνα με τον Shingo Iwami, καθηγητή στη Graduate School of Science του Nagoya University και επικεφαλής της μελέτης, τα ευρήματα ήταν απρόσμενα.

Παρά την ισχυρή αρχική τους απόκριση, αυτοί οι άνθρωποι κόλλησαν COVID-19 νωρίτερα από τις υπόλοιπες ομάδες. Οι durable responders, δηλαδή όσοι διατήρησαν υψηλά επίπεδα αντισωμάτων για μεγαλύτερο διάστημα, έμειναν προστατευμένοι για πολύ περισσότερο. Αυτό το μοτίβο δεν θα μπορούσε να ανιχνευθεί με ένα απλό τεστ αίματος, αλλά έγινε ορατό μόνο με συνεχή παρακολούθηση σε βάθος μηνών.

Η μελέτη έδειξε πως οι ανοσολογικές αντιδράσεις χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες:

  • οι ανθεκτικοί, που διατήρησαν ισχυρά αντισώματα για μεγάλο διάστημα,
  • οι ταχείας πτώσης, που ξεκίνησαν δυναμικά αλλά τα επίπεδά τους έπεσαν γρήγορα,
  • οι ευάλωτοι, που παρήγαγαν εξαρχής λίγα αντισώματα και τα έχασαν σύντομα,
  • και οι μέτριοι, με ενδιάμεσες αποκρίσεις.

Μετά τον εμβολιασμό με αναμνηστική δόση, το 29% των συμμετεχόντων ανήκε στους ανθεκτικούς, το 28% στους ευάλωτους, το 19% στους ταχείας πτώσης, ενώ οι υπόλοιποι κατέγραψαν ενδιάμεσα μοτίβα. Αν και οι διαφορές στα ποσοστά λοιμώξεων μεταξύ των ομάδων δεν ήταν τεράστιες, παρατηρήθηκε ότι οι ταχείας πτώσης και οι ευάλωτοι εμφάνισαν διαπεραστικές λοιμώξεις ελαφρώς νωρίτερα σε σχέση με τους υπόλοιπους. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των λοιμώξεων ήταν 5,2% στους ανθεκτικούς και περίπου 6% στις άλλες δύο πιο ευάλωτες κατηγορίες.

Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα αφορά τα αντισώματα IgA(S), τα οποία εντοπίζονται στο αίμα και σχετίζονται με την προστασία της μύτης και του λαιμού – τις πρώτες γραμμές άμυνας απέναντι στους αναπνευστικούς ιούς. Οι εθελοντές που εμφάνισαν διαπεραστικές λοιμώξεις είχαν χαμηλότερα επίπεδα IgA(S) μερικές εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό, γεγονός που τους έκανε πιο εκτεθειμένους. Οι ερευνητές παρατήρησαν μάλιστα ότι τα επίπεδα IgA(S) στο αίμα συσχετίζονται στενά με εκείνα στους βλεννογόνους της μύτης, κάτι που σημαίνει ότι μια απλή εξέταση αίματος μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο δείκτη για την προστασία των αεραγωγών.

Αυτό ανοίγει τον δρόμο για νέες μεθόδους παρακολούθησης της ανοσίας. Μετρήσεις των επιπέδων IgA(S) θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον εντοπισμό των ατόμων που χρειάζονται νωρίτερα ενισχυτικές δόσεις ή επιπλέον μέτρα προστασίας. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε ο καθηγητής Iwami, απαιτείται περαιτέρω έρευνα ώστε να κατανοηθούν οι βιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν σε ταχεία πτώση των αντισωμάτων. Παράγοντες όπως η ηλικία, οι γενετικές διαφορές, τα χαρακτηριστικά των ίδιων των εμβολίων αλλά και περιβαλλοντικοί παράγοντες – από τις συνήθειες ύπνου έως τα επίπεδα άγχους και τα φάρμακα που λαμβάνονται ταυτόχρονα – φαίνεται να παίζουν ρόλο.

Ο Iwami σημείωσε ότι για πρώτη φορά καταφέρνουμε να κατηγοριοποιήσουμε με ακρίβεια τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιδρούν στα εμβόλια κατά του COVID-19. Η αναγνώριση των ταχείας πτώσης είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς εξηγεί γιατί κάποιοι χρειάζονται συχνότερα ενισχυτικές δόσεις. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πιο εξατομικευμένες στρατηγικές εμβολιασμού, με βάση τις ανάγκες κάθε ατόμου. Το αν όμως τα τεστ αντισωμάτων μπορούν να αξιοποιηθούν ευρέως εξαρτάται από το κόστος, την ακρίβεια και την αποτελεσματικότητά τους σε σύγκριση με τις υπάρχουσες μεθόδους.

Η μελέτη του Nagoya University ρίχνει φως σε ένα «αόρατο» κομμάτι της πανδημίας: το γεγονός ότι η προστασία από τα εμβόλια δεν είναι ίδια για όλους. Για ορισμένους, τα αντισώματα παραμένουν για μεγάλο διάστημα, ενώ για άλλους υποχωρούν γρήγορα, αφήνοντάς τους εκτεθειμένους. Η κατανόηση αυτών των διαφορών μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική, όχι μόνο για την αντιμετώπιση του COVID-19, αλλά και για τον σχεδιασμό μελλοντικών εμβολιαστικών προγραμμάτων απέναντι σε άλλες ασθένειες.

[via]

Loading