Ο ύπνος αποτελεί θεμελιώδη ανάγκη για την υγεία του ανθρώπου, ωστόσο η ποσότητα και η διάρκεια που απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού διαφέρει ανάλογα με την ηλικία και τα ατομικά χαρακτηριστικά. Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και η γενετική επηρεάζει το πόσο ύπνο χρειάζεται κάποιος για να είναι λειτουργικός.
Κατά τους πρώτους μήνες της ζωής, τα νεογέννητα κοιμούνται κατά διαστήματα που διαρκούν από 30 λεπτά έως τρεις ώρες, με περιόδους εγρήγορσης ανάμεσα στους κύκλους ύπνου. Από τους τέσσερις έως τους δώδεκα μήνες, τα βρέφη χρειάζονται συνολικά 12 έως 16 ώρες ύπνου το 24ωρο. Σε αυτή τη φάση αρχίζουν να κοιμούνται συνεχόμενα κατά τη διάρκεια της νύχτας για πέντε με έξι ώρες, κάτι που θεωρείται κρίσιμο για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και του σώματός τους.
Τα παιδιά απαιτούν περισσότερες ώρες ύπνου σε σχέση με τους ενήλικες, καθώς βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης. Συνήθως κοιμούνται και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Από την ηλικία του ενός έως δύο ετών, χρειάζονται περίπου 11 με 14 ώρες ύπνου. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας (3 έως 5 ετών) χρειάζονται 10 έως 13 ώρες, ενώ από 6 έως 12 ετών, συστήνονται 9 έως 12 ώρες ύπνου ημερησίως.
Κατά την εφηβεία, όπου παρατηρείται έντονη σωματική και εγκεφαλική ανάπτυξη, οι έφηβοι χρειάζονται τουλάχιστον 9 έως 9,5 ώρες ύπνου. Οι αλλαγές στους κιρκαδικούς ρυθμούς, δηλαδή τους εσωτερικούς βιολογικούς κύκλους του σώματος, επηρεάζουν την αίσθηση της υπνηλίας, με αποτέλεσμα οι έφηβοι να δυσκολεύονται να κοιμηθούν πριν τις 11 το βράδυ και να ξυπνήσουν νωρίς το πρωί.
Για τους ενήλικες, οι επιστήμονες προτείνουν κατά μέσο όρο επτά έως εννέα ώρες συνεχόμενου ύπνου κάθε βράδυ. Στα άτομα άνω των 60 ετών, οι κιρκαδικοί ρυθμοί μεταβάλλονται ξανά, με αποτέλεσμα να κοιμούνται και να ξυπνούν νωρίτερα, ενώ συχνά ο ύπνος τους είναι πιο ελαφρύς.
Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο που σχετίζεται με τον ύπνο είναι η υπνική παράλυση — μια κατάσταση κατά την οποία το άτομο βρίσκεται σε πλήρη συνείδηση αλλά αδυνατεί να κινηθεί ή να μιλήσει. Συχνά συνοδεύεται από ψευδαισθήσεις και αίσθηση πίεσης στο στήθος. Πρόκειται για μια παραϋπνία, δηλαδή διαταραχή ύπνου, η οποία διαρκεί από λίγα δευτερόλεπτα έως λίγα λεπτά, αν και σπανιότερα μπορεί να επιμείνει έως και 20 λεπτά.
Η υπνική παράλυση συμβαίνει κατά τη μετάβαση μεταξύ φάσεων ύπνου και εγρήγορσης, και πιο συγκεκριμένα κατά τη φάση REM (ταχεία κίνηση οφθαλμών), όταν ο εγκέφαλος "απενεργοποιεί" προσωρινά τη μυϊκή δραστηριότητα για να αποτρέψει την κίνηση κατά τη διάρκεια των ονείρων. Αν όμως η συνείδηση ενεργοποιηθεί πριν "επιστρέψει" και η μυϊκή λειτουργία, το άτομο βιώνει το αίσθημα της παράλυσης.
Αν και τα ακριβή αίτια δεν είναι πλήρως κατανοητά, η υπνική παράλυση σχετίζεται με ψυχικές διαταραχές όπως το άγχος και η μετατραυματική διαταραχή (PTSD), αλλά και με τη ναρκοληψία — μια νευρολογική διαταραχή που προκαλεί ακραία ημερήσια υπνηλία. Επιπλέον, διαταραχές στον κύκλο ύπνου ή η λήψη ορισμένων φαρμάκων, όπως αυτά για την αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ (ADHD), φαίνεται να αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης του φαινομένου.
Οι εκτιμήσεις για τη συχνότητα εμφάνισης διαφέρουν. Σε μελέτη στην Ιταλία με περισσότερους από 400 συμμετέχοντες, περίπου το 40% ανέφερε ότι είχε βιώσει υπνική παράλυση τουλάχιστον μία φορά. Άλλες μελέτες ανεβάζουν το ποσοστό αυτό σε περίπου 8% του παγκόσμιου πληθυσμού, με τις γυναίκες να εμφανίζουν το φαινόμενο ελαφρώς συχνότερα από τους άνδρες.
[via]