Η μετάβαση σε μια οικονομία καθαρής ενέργειας έχει εκτοξεύσει τη ζήτηση για λίθιο, το μέταλλο που αποτελεί τον πυρήνα των μπαταριών ιόντων λιθίου, οι οποίες τροφοδοτούν ηλεκτρικά οχήματα, φορητές συσκευές και λύσεις αποθήκευσης ανανεώσιμης ενέργειας. Ωστόσο, η παραγωγή του λίθιου μέσω εξόρυξης συνοδεύεται από τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος και ενεργειακή σπατάλη.
Μια πρόσφατη έρευνα του Edith Cowan University (ECU) έρχεται να υπενθυμίσει πως η λύση μπορεί να βρίσκεται όχι σε νέα ορυχεία, αλλά στα εκατομμύρια «νεκρές» μπαταρίες που καταλήγουν κάθε χρόνο σε αποθήκες και χωματερές.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, οι μεταχειρισμένες μπαταρίες εξακολουθούν να διατηρούν έως και το 80% της αρχικής τους χωρητικότητας σε λίθιο, παρότι θεωρούνται ακατάλληλες για χρήση σε ηλεκτρικά οχήματα. Με άλλα λόγια, αυτό που αντιμετωπίζουμε ως απόβλητο, είναι στην πραγματικότητα μια τεράστια ανεκμετάλλευτη πηγή ενός κρίσιμου υλικού.
Η ερευνήτρια Sadia Afrin υπογραμμίζει ότι η παγκόσμια αγορά μπαταριών ιόντων λιθίου αναμένεται να γνωρίσει εκρηκτική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, με ρυθμό περίπου 13% ετησίως. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αξία 87,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2027, ενώ η κατανάλωση λίθιου υπολογίζεται να εκτιναχθεί από 390 χιλιάδες τόνους το 2020 σε περίπου 1,6 εκατομμύρια τόνους μέχρι το 2026.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προοπτική της ανακύκλωσης μοιάζει μονόδρομος. Ο Asad Ali, κύριος συγγραφέας της μελέτης, σημειώνει ότι μόνο στην Αυστραλία υπολογίζεται πως έως το 2035 θα παράγονται 137.000 τόνοι αποβλήτων μπαταριών ετησίως. Η ίδια η κυβέρνηση εκτιμά ότι η βιομηχανία ανακύκλωσης μπαταριών θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα μεταξύ 603 εκατομμυρίων και 3,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως σε βάθος δεκαετίας.
Τα οικονομικά οφέλη δεν περιορίζονται μόνο στο λίθιο. Μέσα από την ανακύκλωση μπορούν να ανακτηθούν επίσης νικέλιο και κοβάλτιο, υλικά με εξίσου μεγάλη στρατηγική σημασία. Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως το λίθιο που εξάγεται μέσω αυτής της διαδικασίας είναι ήδη καθαρό σε ποσοστό 99%, κάτι που εξοικονομεί νερό, ενέργεια και εκπομπές που θα απαιτούνταν για περαιτέρω επεξεργασία.
Η περιβαλλοντική διάσταση είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή. Ενώ η εξόρυξη λίθιου απελευθερώνει έως και 37 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά τόνο παραγόμενου υλικού, η ανακύκλωση μπορεί να μειώσει τις εκπομπές έως και 61% σε σχέση με την εξόρυξη. Επιπλέον, καταναλώνει 83% λιγότερη ενέργεια και 79% λιγότερο νερό. Στην περίπτωση της υδρομεταλλουργικής ανακύκλωσης, το κέρδος μπορεί να φτάσει τα 27,70 δολάρια ανά κιλό λίθιου που ανακτάται. Πρόκειται για μια διαδικασία που συνδυάζει κερδοφορία με σημαντική μείωση του οικολογικού αποτυπώματος.
Ο Muhammad Azhar, λέκτορας στο ECU και συν-συγγραφέας της μελέτης, τονίζει ότι η Αυστραλία, αν και διαθέτει από τα μεγαλύτερα αποθέματα λίθιου στον κόσμο, μπορεί να κερδίσει κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά αν στραφεί στην ανάκτηση υλικών από μεταχειρισμένες μπαταρίες. Επισημαίνει μάλιστα ότι η ίδια η εξορυκτική βιομηχανία, που υιοθετεί σταδιακά ηλεκτρικό εξοπλισμό, μπορεί στο μέλλον να αποτελέσει πρόσθετη πηγή μπαταριών προς ανακύκλωση.
Παρά τα εμφανή πλεονεκτήματα, το εγχείρημα δεν στερείται προκλήσεων. Η Afrin επισημαίνει ότι η ταχύτητα της τεχνολογικής εξέλιξης υπερβαίνει εκείνη της πολιτικής και νομοθετικής προσαρμογής, ενώ η συνεχής διαφοροποίηση στη χημική σύνθεση των μπαταριών καθιστά την ανακύκλωσή τους πιο περίπλοκη. Για να στηριχθεί ένα ολοκληρωμένο μοντέλο κυκλικής οικονομίας, απαιτούνται επενδύσεις σε υποδομές και πιο στοχευμένες πολιτικές.
Ήδη πάντως αρκετές αυστραλιανές εταιρείες εξετάζουν τις καλύτερες μεθόδους αξιοποίησης των μεταχειρισμένων μπαταριών, βλέποντας στη νέα αυτή βιομηχανία μια ευκαιρία για ανάπτυξη και καινοτομία. Η ερώτηση που μένει να απαντηθεί είναι αν οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις θα κινηθούν αρκετά γρήγορα ώστε να μετατρέψουν ένα αυξανόμενο περιβαλλοντικό βάρος σε μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης.
Η έρευνα του Edith Cowan University δείχνει ότι η ανακύκλωση μπαταριών δεν αποτελεί απλώς μια περιβαλλοντική επιλογή, αλλά μια στρατηγική επένδυση με τεράστια προοπτική.
[via]